-
1 δήϊος
-
2 δήιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δήιος
-
3 δήιος
δάιοςhostile: masc nom sg (epic)δήϊος, δάιοςhostile: masc nom sg (epic) -
4 δάϊος
δάϊος, [var] contr. [full] δᾷος, α, ον, [dialect] Dor. for [dialect] Ep. [full] δήιος ([var] contr. [full] δῆος Thgn. 552b), η, ον: also [full] δάϊος, ον, E.Tr. 1301 (lyr.), HF 915 (lyr.) (Trag. always use the [dialect] Dor.form): ([etym.] δαίω Α):—A hostile, destructive, Hom.only in Il.,δηΐου ἐκ πολέμου 7.119
;δ. ἄνδρα 6.481
: esp. as epith. of πῦρ, burning, consuming, 8.181, al.; enemies,Pi.
N.8.28, A.Ag. 559;λάφυρα δάων Id.Th. 278
(dub.l.);φόβημα δαΐων S.OC 699
(lyr.): in sg., fighting man, Ar.Ra. 1022; alsoδάου μάχας S.Ichn.239
; hostile,Ar.
Nu. 335 (=[Philox.]18 (anap.));ἔπιτε δαΐαν ὁδόν Ar.Ra. 897
(lyr.). -
5 δηϊάλωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηϊάλωτος
-
6 μενεδήϊος
μενε-δήϊος, ον,A standing one's ground against the enemy, staunch,κραδίη Il.12.247
, 13.228:—[dialect] Dor. [suff] μενε-δάϊος AP7.208 (Anyt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενεδήϊος
-
7 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
8 δηιοτής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δηιοτής
-
9 δηιόω
δηιόω, δῃόω ( δήιος), opt. 3 pl. δηιόῳεν, pass. ipf. 3 pl. δηιόωντο: slay, cut down, destroy; with acc., and often also dat. instr., ἔγχεϊ, χαλκῷ, etc.; ἔγχεϊ δηιόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, ‘battling,’ Il. 18.195.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δηιόω
-
10 μενεδήιος
μενε-δήιος ( μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μενεδήιος
См. также в других словарях:
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek
δήιος — δάιος hostile masc nom sg (epic) δήϊος , δάιος hostile masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενεδήιος — μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, ον (Α) αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α δήιος)] … Dictionary of Greek
POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… … Hofmann J. Lexicon universale
αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] … Dictionary of Greek
δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] … Dictionary of Greek
δάος — (I) δάος, ον (Μ) 1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής) 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογο («πάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον») 3. φρ. «ἄλογα τοῡ δάου» γρήγορα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος… … Dictionary of Greek
δηάλωτος — δηιάλωτος και δηιάλωτος, ον (Α) ο αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί ή κατακτηθεί στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήϊος «καταστρεπτικός, ολέθριος» + αλωτός (< θ. αλω τού ρ. αλίσκομαι)] … Dictionary of Greek
δηίφοβος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Πρίαμου και της Εκάβης. Όταν πέθανε ο Πάρις, παντρεύτηκε την Ελένη, την οποία αγαπούσε από τότε που ζούσε ο αδελφός του. Ήταν μεταξύ εκείνων που αντιτάχθηκαν στην παράδοση της Ελένης… … Dictionary of Greek
δηιοτής — δηϊοτής ( ῆτος), η (Α) [δήϊος] 1. η μάχη, η συμπλοκή στη μάχη 2. η σφαγή, ο θάνατος … Dictionary of Greek
δηώνω — (AM δῃῶ) [δήιος] 1. λεηλατώ κάποια χώρα μετά την εισβολή μου σε αυτήν 2. καταστρέφω, κατερειπώνω, ρημάζω αρχ. 1. φονεύω, σφάζω 2. (για θηρία) κατασπαράζω 3. (για λόγχη) κόβω στα δύο 4. κουρεύω … Dictionary of Greek