-
1 δηιοτής
δηϊοτής, δηιοτήςbattle-strife: fem nom sg -
2 δηϊοτής
A battle-strife, the battle, Il.3.20, etc.; mortal struggle, death, Od.12.257; cf. δανοτής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηϊοτής
-
3 δηιοτής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δηιοτής
-
4 δηιοτήτα
-
5 δηιοτῆτα
-
6 δηιοτήτι
-
7 δηιοτῆτι
-
8 δηιοτήτος
-
9 δηιοτῆτος
-
10 αἰνός
A = δεινός, dread, horrible, freq. in Hom., of feelings, ἄχος, χόλος, τρόμος, κάματος, ὀϊζύς, Il.4.169, 22.94, 7.215, 10.312, Od.15.342; of states and actions, as δηϊοτής, πόλεμος, μόρος, Il. 5.409, Od.8.519 ([comp] Sup.), Il.18.465; of persons, dread, terrible, esp. of Zeus,αἰνότατε Κρονίδη Il.4.25
, etc.; σύ γ' αἰνοτάτη, of Pallas, 8.423; of monsters or animals,πέλωρα Od.10.219
;ὄφις Hes.Fr.14
;λῖς Theoc.25.252
.II Adv. - νῶς terribly, i.e. strangely, exceedingly, Il.10.38;ἔοικέ τινι 3.158
, Od.1.208;φιλέεσκε 1.264
;ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers. 930
(lyr.);φεύγειν τι Hdt.4.76
; with Adj., αἰ. κακός terribly bad, Od.17.24;αἰ. πικρός Hdt.4.52
; τῆς Σκυθικῆς αἰ. ἀξύλου ἐούσης ib.61:—neut. pl. αἰνά as Adv., Il.1.414: [comp] Sup.- ότατον 13.52
. -
11 δηρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηρότης
-
12 μάχη
A battle, combat, freq. in Hom., usu. of armies,μ. καὶ φύλοπις Il.13.789
;ἐπὶ ἶσα μ. τέτατο πτόλεμός τε 12.436
;μ. ἐνοπή τε 12.35
;μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι τε 7.237
; sts. of single combat, ib. 158, 232, 263; μ. καὶ δηϊοτής ib. 290;ναῶν ἐν μάχαις Pi.N.9.34
;μάχαις καὶ ναυμαχίαις Lys.30.26
;μάχη δορός A.Ag. 439
(lyr.), etc.: with Verbs, μάχην μάχεσθαι fight a battle, Il.15.414, etc.;θήσονται μ. 24.402
;μάχας εἰσήλυθον 2.798
;ἀρτύνθη μ. 11.216
;μ. ἤγειραν 17.261
; μ. ὀρνύμεν, ὤτρυνον, 9.353, 12.277;συμφερόμεσθα μάχῃ 11.736
;πειρᾶτο μάχας Pi.N.1.43
; ἀντιάζειν τινὶ μάχαν ib.67;σὺν γυναιξὶ τὰς μ. ποιούμενος S.El. 302
, cf. X.Cyr.3.3.29;μάχην συνάψαι ἐμβολαῖς A.Pers. 336
; μ. συμβάλλειν τινί engage battle with.., E. Ba. 837; διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, Hdt.1.169,6.9, A. Supp. 475;διὰ μάχης ἐκβαλεῖν τινα Arist.Pol. 1303a35
(so ἐξέπεσον διὰ μάχης ib.34); εἰς μάχην πρός τινα ἐλθεῖν, μολεῖν, E.Ba. 636 (troch.), Ph. 694;ἐς μάχην ἐπεξιέναι τινί Th.2.23
;μάχης γενομένης Pl.Lg. 869c
; μάχῃ κρατῆσαι conquer in battle, E.HF 612, D.18.193 (with v.l. μάχην); νενικήκαμεν τὴν μεγάλην μ. X.Cyr.7.5.53
;Μιλτιάδης ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μ. τοὺς βαρβάρους νικήσας Aeschin.3.181
; μάχη τινός battle with an enemy,Αἴαντος δ' ἀλέεινε μ. Il.11.542
, cf. Hes.Sc. 361;μ. ὑπέρ τινος Pi.N.7.42
; : pl., strifes,ἔρις τε.. πόλεμοί τε μάχαι τε Il.1.177
;μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Pl.Ti. 88a
, etc.: generally, contention, strife, Id.Ep. 352c, etc.;μάχης ἐάν τις ἄρξηται SIG1109.72
(ii A. D.);μ. νομικαί Ep.Tit.3.9
.2 = ἀγών, contest, as for a prize in the games, Pi.O.8.58 (but ἄεθλα, opp. μάχαι πολέμου, Id.O.2.44).II mode of fighting, way of battle,ἡ μ. σφέων ἦν ἀπ' ἵππων Hdt.1.79
;ἐπίστασθαι τὴν μ. τινῶν Id.7.9
.ά, cf. 7.85, X.Cyr.2.1.7.IV in Logic, contradiction, inconsistency, Epict.Ench.52.1, S.E.M.7.392. -
13 ἀφεγγής
ἀφεγγ-ής, ές,A without light, φῶς ἀ. a light that is no light (i. e. to the blind), S.OC 1549; νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον, of the moon, E.Ph. 543; simply, dark,σπῆλυγξ Opp.C.3.324
;ὀμίχλη AP9.675
; δηϊοτής a night battle, Nonn. D.24.165;Ἀΐδα.. τὸν ἀφεγγέα χῶρον Epigr.Gr.372.13
([place name] Cotiaeum), cf. D.H.8.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφεγγής
См. также в других словарях:
δηιοτής — δηϊοτής , δηιοτής battle strife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηιοτής — δηϊοτής ( ῆτος), η (Α) [δήϊος] 1. η μάχη, η συμπλοκή στη μάχη 2. η σφαγή, ο θάνατος … Dictionary of Greek
δηιοτῆτα — δηϊοτῆτα , δηιοτής battle strife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηιοτῆτι — δηϊοτῆτι , δηιοτής battle strife fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηιοτῆτος — δηϊοτῆτος , δηιοτής battle strife fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
dāu-, dǝu-, dū̆ - — dāu , dǝu , dū̆ English meaning: to burn Deutsche Übersetzung: 1. “brennen”, 2. “verletzen, quälen, vernichten, feindselig” Note: uncertainly, whether in both meaning originally identical (possibly partly as “ burning pain “,… … Proto-Indo-European etymological dictionary