-
21 περιρρηγνυμι
περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
22 περιρρηγνυω...
περιρρηγνύω...περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω(fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)1) разрывать(τὸν χιτωνίσκον Dem.; τέν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT.)
περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. — (Клеопатра) разорвала на себе одежды2) окапывать, отделять, изолировать кругом(τὸν γήλοφον κύκλῳ Plat.)
3) разбивать4) разделять (на рукава)(τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὅ Νεῖλος Her.)
5) ( о звуке) pass. трещать, грохотать -
23 Δέλτ'
Δέλται, Δέλτηfem nom /voc pl (doric)Δέλτᾱͅ, Δέλτηfem dat sg (doric aeolic) -
24 δ
-
25 παρατίλλω
A :— pluck the hair from any part of the body but the head, τὰς βλεφαρίδας τινός l. c. (vulg. περιτιλῶ):— [voice] Med., pluck out one's hairs, Id.Ach.31 : [tense] fut.παρατῐλοῦμαι Men.363.5
: —[voice] Pass., freq. in [tense] pf. part. παρατετιλμένος, η, clean-plucked, a practice among voluptuaries and women, Ar.Lys.89, Ra. 516, Pl.Com.174.14 ; δέλτα π. Ar.Lys. 151 ;ὁ ἁλοὺς μοιχὸς παρατίλλεται Id.Pl. 168
, cf. Luc.Fug.33.II. [voice] Med., pull up weeds, Gp.2.38.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατίλλω
-
26 περιάγω
A lead or draw round, Hdt.1.30, al.;τὰ φορτία ἐν βάρισι περὶ τὸ Δέλτα Id.2.179
;π. τινὰς ἐν ἁμάξῃσι κειμένους Id.4.73
: c. acc. loci, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ (sc. τὴν παρθένον) ib. 180 (s.v.l.), cf. Men. l. c.; carry about for sale, Pl.Prt. 313d:—[voice] Med., lead round with one,ἐλέφαντα Epin.2.4
.b cause to revolve,ψυχὴ π. πάντα Pl.Lg. 898d
, cf. Plot.5.1.2 :—[voice] Pass., rotate,οἷον τροχοῦ περιαγομένου Pl.Ti. 79b
.2 lead about with one, have always by one, X.Cyr.2.2.28, cf. 1.3.3 :—more freq. in [voice] Med.,ἀκολούθους πολλοὺς περιάγεσθαι Id.Mem.1.7.2
, cf. Theopomp.Hist.89 (a), Posidon.7 J., etc.b metaph., lead round and round, perplex, τὼ θεώ με περιάγουσιν, ὥστε .. And.1.113 (s.v.l.), cf. Luc.Nigr.8 :—[voice] Pass.,περιαγόμενος τῷ λόγῳ Pl.La. 187e
.3 turn round, turn about, τὴν κεφαλήν, τὸν τράχηλον, τὸν αὐχένα, Ar. Pax 682, Av. 176, Pl.R. 515c, cf. Hp.Art. 18;τινὰ πρὸς τἀριστερά E.Cyc. 686
(s.v.l.);μύλην Poll.7.180
; π. τὴν σκυταλίδα twist it round in order to tighten a noose, Hdt.4.60; τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν καὶ δήσας twisting back the hands behind the back, Lys.1.25 ; simplyπ. τὼ χεῖρε D.H.6.82
:—[voice] Pass.,περιαχθεὶς τὼ χεῖρε Philostr.Her.10.7
; so prob. περιαχθείς alone,π. κρεμήσεται PCair.Zen.202.9
(iii B. C.).6 bring round to.., [τὴν πολιτείαν] πάλιν εἰς τὴν ἑτέραν πολιτείαν Arist.Pol. 1265a4
;εἰς αὑτὸν τὴν ἀρχήν Hdn.4.3.1
:—[voice] Pass.,π. εἰς ὁμόνοιαν Id.3.15.7
; εἰς τόδε, εἰς ἀνάγκην, Luc.Nigr.5, J.AJ5.2.8.7 Rhet., round a period, etc., περίοδος, σύνθεσις περιηγμένη, Demetr.Eloc.19, 30.II intr., come round,πάλιν κύκλῳ π. εἰς τὴν ἀρχήν Arist.Mete. 356a8
;περιφερομένης καὶ περιαγούσης Epicur.Nat. 11.2
.2 c. acc. loci, go round,π. τὴν ἐσχατιάν D.42.5
;π. τὰς πόλεις Ev.Matt.9.35
, cf. 4.23, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιάγω
-
27 περιρρήγνυμι
A break off all round,τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti. 113d
: freq. of clothes, rend and tear off,τὸν χιτωνίσκον D.19.197
;τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4
: also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—[voice] Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12
:—[voice] Pass., with [tense] aor. 2 - ερράγην, intr. [tense] pf.περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th. 328
(lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish,περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA 551a23
, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in [voice] Act., ἡ σχάδων.. τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—[voice] Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib. 552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib. 578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26.II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31
:—[voice] Pass., , cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19.III break a thing round or on another, wreck,τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2
, cf. Poll.1.114 ;ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61
.IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρρήγνυμι
-
28 ἀναφαίνω
A codd. (- φαίνω Herm.
): [tense] aor. ἀνέφηνα, Hellenistic - έφᾱνα: [tense] pf. - πέφηνα late, Ps.-Luc.Philopatr.3:—cause to give light, make to blaze up,ξύλα, δαΐδας Od.18.310
.b show forth, make known, display, θεοπροπίας, ἀρετήν, ἐπεσβολίας, Il.1.87, 20.411, Od.4.159;πραπίδων καρπόν Pi.Fr. 211
;κἀνέφηνεν οὐ δεδειγμένα S.Fr.432.7
;ἀ. θυσίας E.IT 466
; ;ἄστρα X.Mem.4.3.4
;ἡμέρᾳ καὶ ἡλίῳ.. χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀ. Id.Smp.4.12
; rarely of sound, βοὰν ἀμφ. send forth a loud cry, A. Supp. 829;ἀ. μελέων νόμους Ar.Av. 745
:—in [voice] Med.,νίκαν ἀνεφάνατο Pi.I.4(3).71
.3 proclaim, declare,βασιλέα ἀ. τινά Id.P.4.62
; νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν ib.9.73, cf. N.9.12: c. part.,τοὺς πολίτας ἀγαθοὺς ὄντας ἀ. Pl.Criti. 108c
: c. inf., ἀναφαίνω σε τόδε.. ὀνομάζειν I proclaim that they call thee by this name, E.Ba. 528:—[voice] Med., in [dialect] Dor. form ἀμφ-, adopt as one's son, Leg.Gort.10.34, al.b of things, appoint, institute,ὃς τελετὰς ἀνέφηνε καὶ ὄργια IG3.713
, cf. Marm.Par.28;νῆσον ἀ. τινὶ οἰκεῖν Philostr.Her.19.16
.II [voice] Pass., [tense] fut.ἀναφᾰνήσομαι Ar.Eq. 950
, Pl.Prm. 132a, al.; but also : [tense] pf. ἀναπέφασμαι, but- πέφηνα Hdt.
(v. infr.), etc.: [tense] aor. :—to be shown forth, appear plainly,ἀναφαίνεται ἀστήρ Il.11.62
; ἀ. αἰπὺς ὄλεθρος ib. 174;τῇ δεκάτῃ.. ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα Od.10.29
;τὸ Δέλτα ἐστὶ νεωστὶ ἀναπεφηνός Hdt.2.15
, cf. S.OC 1222 (lyr.), etc.;ἀ. ὁ βλάπτων A.Ch. 328
.2 ἀναφανῆναι μούναρχος to be declared king, Id.3.82; ;κλέπτης τις ὁ δίκαιος.. ἀναπέφανται
proved to be..,Id.
R. 334a, cf. Smp. 185a; ἀ. λογογράφος ἐκ τριηράρχου from a sea-captain to come out a romancer, Aeschin. 3.173:—also c. part.,ἀναπέφανται ὢν ἀγαθός Pl.R. 350c
; ἀναφαίνεσθαι ἔχων, σεσωσμένοι, to be seen or found to have, to be plainly in safety, etc., Id.Sph. 233c, X.Cyr.3.2.15, etc.III the [voice] Act. intr. in later Greek,ἀνέφαινεν ἕσπερος Musae.111
(v.l.), cf. Hld.5.22:— ἀναφῆναι is prob.f.l. for ἀναφανῆναι in Hdt.1.165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφαίνω
-
29 ἐντίθημι
Aἐνθέμεν Thgn.430
:— put in (esp. put on board a ship),οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω Od.5.166
; :—freq. in this sense in [voice] Med.,κτήματά τ' ἐντιθέμεσθα Od.3.154
, cf. X.An.1.4.7, Oec.20.28;ἐν δ' ἱστὸν τιθέμεσθα.. νηΐ Od.11.3
;ἐνθέσθαι εἰς τὴν ναῦν φορτία D.34.6
.2 generally, put in or into,ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην Hes.Th. 174
;χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην E.Heracl. 727
;σε μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι Il.21.123
;ἐντιθέναι αὐχένα ζυγῷ E.Hec. 376
, cf. 1045; alsoἔς τι Hdt.2.73
, Ar. Ach. 920;ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ' ἐνθείς Id.Ec. 346
, cf. V. 1161:—[voice] Med., .b metaph.,ἐνθέμεν φρένας ἐσθλάς Thgn.430
;ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν Pherecr. 146.6
;ἐ. ἀθυμίαν Pl.Lg. 800c
;ἰσχύν D.3.33
; ἐνθεῖναι φόβον inspire fear, X.An.7.4.1, etc.;ἐ. ταῖς χορδαῖς τὴν ἁρμονίαν Plot.4.7.8
:—so in [voice] Med., χόλον ἔνθεο θυμῷ thou hast stored up wrath in thy heart, Il.6.326;κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102
; opp.ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il. 9.639
;τὴν εἴς τινα εὔνοιαν PMag.Lond.125.26
; μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ laid it to his heart, Od.21.355; μή μοι πατέρας.. ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ put not our fathers in like honour, Il.4.410.3 put in the mouth, ; ψώμισμα (sc. τῶν νηπίων στόματι) Plu. 2.320d:—[voice] Med., ἐνθοῦ put in, i.e. eat, Ar.Eq.51; cf.ἔνθεσις 11
.7 of cautery,ἐνθεῖναι ἐσχάρας Id.Art.11
, cf. Paul.Aeg.6.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντίθημι
-
30 ἐξαιρέω
Aἐξελῶ D.H.7.56
, etc.: [tense] aor. 2 ἐξεῖλον, [dialect] Ep.and Lyr.ἔξελον Il.16.56
, Pi.O.1.26; inf. ἐξελεῖν:—[voice] Med., [tense] fut.ἐξαιρήσομαι A.Supp. 924
; laterἐξελοῦμαι Alciphr. 1.9
: [tense] aor. 2 ἐξειλόμην, rarely 1ἐξῃρησάμην Ar.Th. 761
(perh. interpol.):—[voice] Pass., [tense] pf. -ῄρημαι, [dialect] Ion.- αραίρημαι Hdt.
:—take out,ἔνθεν.. ἔξελε πέπλους Il.24.229
; ἐπείνιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ Pi.l.c.;τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Pl.Cra. 413e
; simply, take out, τὴν κοιλίην, τὴν νηδύν, Hdt.2.40 (tm.), 87;πρὶν ἀνταράξας πῖαρ ἐξεῖλεν γάλα Sol.36.21
:—[voice] Pass., , cf. Pericl. ap. Arist.Rh. 1365a33.2 [voice] Med., take out for oneself, φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν from his quiver, Il.8.323; ἐξελέσθαι τὰ μεγάλα ἱστία their large sails, X.HG1.1.13; ἐ. τὰ φορτία discharge their cargoes, Hdt.4.196;τὰ ἀγώγιμα X.An.5.1.16
;τὸν σῖτον ἐς [τὴν στοὰν] ἐξαιρεῖσθαι Th.8.90
: abs., Syngr. ap. D.35.13, etc.:—[voice] Pass., to be discharged, of a cargo, Hdt.3.6, D.34.8.II take from a common stock, reserve,κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον υἷες Ἀχαιῶν Il.16.56
;Ἀλκινόῳ δ' αὐτὴν γέρας ἔξελον Od.7.10
, cf. Il.11.627;βασιλέϊ τεμένεα ἐξελὼν καὶ ἱερωσύνας Hdt.4.161
;Νίσῳ ἐ. χθόνα S.Fr.24.5
;θεοῖσιν ἀκροθίνια E.Rh. 470
;κλήρους τοῖς θεοῖς Th.3.50
:—[voice] Med., choose for oneself, carry off as booty,τὴν ἐκ Αυρνησσοῦ ἐξείλετο Il.2.690
, cf.9.130; choose,μενοεικέα Od.14.232
;μίαν ἕκαστος σιτοποιὸν ἐ. Hdt.3.150
, cf. X.An.2.5.20; ; δῶρον.. πόλεος ἐξελέσθαι to have accepted as a gift, Id.OC 541 (lyr.):—[voice] Pass., to be given as a special honour, τινί to one, Th.3.114; ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι dedicated to him, Hdt.1.148;γέρεα.. σφι ἦν τάδε ἐξαραιρημένα Id.2.168
; ἐ. αὐτοῖς set apart for them, Pl.Criti. 117c;τὰ τεμένη τὰ ἐξῃρημένα IG12.45.10
; of funds, to be set apart, ear-marked, SIG577.64 (Milet., iii/ii B. C.); but τοῦ ἀργυρίου τοῦ ἐκ τοῦ λιθοτομείου ἐξαιρουμένου moneys received from.., IG22.47.2 take out of a number, except,μητέρας ἐξελόντες Hdt.3.150
;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Pl.Phdr. 242b
, cf. X.Mem.1.4.15.III remove people from their country, Hdt.2.30;τοὺς ἐν τῇ λίμνῃ κατοικημένους Id.5.16
; στρουθούς (sc. ἐκ τοῦ νηοῦ) Id.1.159: generally, remove,τὸν λίθον Id.2.125
;ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102
;πατρὸς φόβον E.Ph. 991
, cf. Isoc.2.23; ὀδυρμούς, ἄγνοιαν, ἔρωτα, Pl.R. 387d, Lg. 771e, Smp. 186d;ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν X.An.2.5.4
:—[voice] Med., ; ὑμῶν ἐ. τὴν διαβολὴν.. ταύτην remove this prejudice from your minds, Pl.Ap. 19a, cf. 24a.2 get rid of,[ὗν] ἐκ τῆς χώρας Hdt.1.36
;θῆρας χθονός E.Hipp.18
; make away with, παῖδας, θῆρα, Id.HF39, 154;Ἀθηναίους X.HG2.2.19
.b destroy,πόλιν Hdt.1.103
, al., cf. Th.3.113, 4.69, D.18.30;χωρία Id.23.115
; , cf. 278;φρούριον D.H.8.86
.3 [voice] Med., ψυχήν, θυμόν, φρένας ἐξελέσθαι, either c. acc. pers., bereave a person of life, etc., asμιν ἐξείλετο θυμόν Il.15.460
, 17.678 (so in Trag., E.Alc. 69, IA 972): or c. gen. pers., asμευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.19.137
, cf. Hes.Sc.89;σεῦ ψυχὴν χαλκῷ Il.24.754
;μου τέρψιν ἐξείλου βίου E.Alc. 347
, etc.: rarely, c. dat. pers.,Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς Il.6.234
; [οἰωνοῖς] τέκνα Od.16.218
: in tmesi,ἐκ δέος εἵλετο γυίων 6.140
;ἐκ θυμὸν ἕλοιο 20.62
, cf.Il.11.381:—[voice] Med., take away from one,τὰ φίλτατα S.El. 1208
:—[voice] Pass., ἐξαιρεθέντες τὸν Δημοκήδεα having had him taken out of their hands, Hdt.3.137; , cf. Pl.Grg. 519d, etc.4 [voice] Pass., to be removed from, i.e. transcend,τοῦ τῶν ὄντων πλήθους Procl. in Prm.p.546
S.; ἑνάδες ἐξῃρημέναι transcendent, ib.p.547 S., cf. Dam.Pr.7; τὸ μᾶλλον -μένον μᾶλλον καὶ χωρεῖ διὰ τῶν ἄλλων ib. 325. Adv. ἐξῃρημένως transcendently, ib. 270; ultimately, opp. προσεχῶς, Phlp.in de An.270.14.IV [voice] Med., set free, deliver, , Ar. Pax 316; ἐκ τῶν κινδύνων τινά Decr. ap. D.18.90;ἐκ τῆς ἀνάγκης PPetr.3p.74
;ἐκ τῶν θλίψεων Act.Ap.7.10
; ἐξαιρεῖσθαι εἰς ἐλευθερίαν claim as a freeman, Lys.23.9, D.8.42, 10.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαιρέω
-
31 ἐπέρχομαι
Aἐπηρχόμην Th.4.120
(unless fr. ἐπάρχομαι: [dialect] Att. [tense] impf. is ἐπῇα (but v. ἔρχομαι ) and [tense] fut. ἔπειμι): [tense] aor. 2 ἐπῆλθον, [dialect] Ep. - ήλῠθον: [tense] pf. - ελήλυθα:I come upon:1 of persons, approach, c. dat., Il.12.200, 218, etc.; esp. come suddenly upon, Od.19.155, Hdt. 6.95: c. acc.,ἐ. πόλιν E.HF 593
codd. (nisi leg. ἐς-); come to for advice, μάντεις, μοῦσαν, Id.Supp. 155, Hel. 165, cf. Pl.Lg. 772d: with Preps.,ἐ. ἐς ποταμόν Od.7.280
, cf. S.Aj. 438: metaph.,ἐ. ἐς λόγου στάσιν Id.Tr. 1180
;ἐ. ἐς πόλεμον Th.3.47
;ἐ. ἐνθάδε Il.24.651
.b freq. in hostile sense, go or come against, attack, abs., 12.136, al., Th. 1.90, etc.: c. dat., Il.20.91, E.Ba. 736, Th.6.34, etc.: rarely c. acc.,τμήδην αὐχέν' ἐπῆλθε Il.7.262
; τὴν τῶν πέλας ἐ. invade it, Th.2.39: hence, visit, reprove, , cf. Andr. 688: with a Prep., invade,ἐπὶ τὴν οἰκίαν PFay.12.12
(ii B.C.).c come forward to speak, E.Or. 931, Th.1.119, Pl.Lg. 850c; ἐ. ἐπὶ τὸν δῆμον, ἐπὶ τοὺς ἐφόρους, Hdt.5.97, 9.7;ἐπὶ τὸ κοινόν Th.1.90
; τοῖς Αακεδαιμονίοις ib.91.d in Law, proceed against,ἐπί τινα PEleph.3.3
(iii B.C.);ἐπί τινα περί τινος PAmh.2.96.8
(iii A.D.);τινὶ περί τινος POxy.489.11
(ii A.D.); ἐπὶ πιττάκιον impugn, BGU1167.14 (i B.C.): also in [tense] aor. 1ἐπελεύσασθαι PStrassb.35.25
(ii B.C.), etc. ( ἐπιπορεύομαι (q. v.) is more common in the [tense] pres. in the Hellenistic period.)2 of events, conditions, etc., come upon, esp. come suddenly upon, c. acc.,μιν.. ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος Od.4.793
, al., cf. Hdt.2.141; : c. dat.,τοῖσιν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος Od.12.311
, cf. 5.472;μοι νοῦσος ἐπήλυθεν 11.200
; βροτοῖσιν..ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ A.Pers. 600
, cf. Ag. 1256;ἐπῆλθέ μοι πάθος Pl.Lg. 811d
, etc.3 c. dat. pers., come into one's head, occur to one,ἵμερος ἐπειρέσθαι μοι ἐπῆλθε Hdt.1.30
; ὅ τι ἂν ἐπέλθῃ Lat. quicquid in buccam venerit, Isoc.12.24: impers. c. inf.,καί οἱ ἐπῆλθε πταρεῖν Hdt.6.107
, cf. S.Tr. 134 (lyr.);ἐμοὶ τοιαῦτ' ἄττα ἐ. λέγειν Pl. Grg. 485e
, etc.; alsoἐπέρχεταί με λέγειν Id.Phd. 88d
.II of Time, come on, ἐπήλυθον ὧραι the season came round again, Od.2.107, etc.; also, come on, be at hand,νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε 14.457
;γῆρας ἐ. Thgn.528
, 728;ἕκαθεν ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος Pi.O.10(11).7
; τὸ παρὸν τό τ' ἐπερχόμενον πῆμα and that which is coming, the future, A.Pr.98.III go over or on a space, traverse, mostly of persons, c. acc.,πολλὴν γαῖαν Od.4.268
;ἀγρόν 16.27
;ἄγκεα πολλά Il.18.321
, cf. Od.14.139, Hdt.1.30; go the round of, visit, ;ναοὺς χοροῖς Id.Ant. 153
(lyr.); πόλιν, of a god, Maced.Pac.29; of an officer,πύλας φυλακάς τ' ἐπῆλθον E.Ph. 699
;τὰς ξυνωμοσίας ἐπελθών Th.8.54
; walk on ice, Id.3.23; also of water, ἐπέρχεται ὁ Νεῖλος τὸ Δέλτα overflows it, Hdt.2.19, cf. A.Supp. 559 (lyr.), Th.3.89.2 go through or over, discuss, recount, c. acc., Hes.Fr.160.4 codd. Str., Ar.Eq. 618; review,τὰ εἰρημένα περί τινος Arist.EN 1172b8
; alsoἐ. περί τινος Id.Ph. 189b31
, al.; folld. by an interrog.,πειρατέον ἐπελθεῖν τίνες.. Id.Pol. 1289b24
; πῶς δεῖ.. ἐπέλθωμεν συντόμως ib. 1317a15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέρχομαι
-
32 ἡμίδελτα
ἡμί-δελτα, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίδελτα
-
33 Δ
Δ, δ, δέλτα, der vierte Buchstabe des griech. Alphabets, als Zahlzeichen δ' = 4,,δ = 4000 -
34 δ
Δ, δ, δέλτα, der vierte Buchstabe des griech. Alphabets, als Zahlzeichen δ' = 4,,δ = 4000 -
35 ἐπέρχομαι
ἐπ-έρχομαι, (1) herzu-, herankommen, sich nahen; mit dem acc. des Ortes, zu dem man kommt, den man besucht; πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλϑε, durchstreifte viele Täler; ὁ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα, verbreitet sich über das Delta, überschwemmt es; εἰς τὸ κενούμενον, in die leere Stelle einrücken; ἅπασαν τἡν οἰκουμένην, durchwandern. Absolut, bes. vom Auftreten des Redners; ἐπὶ τοὺς ἐφόρους, vor dem Volke, den Ephoren auftreten. Von der Zeit: herankommen, ἐπήλυϑον ὧραι, die Jahreszeiten kamen wieder heran; ἐπῆλϑεν Ὀλύμπια u. so oft von regelmäßig wiederkehrenden Zeitabschnitten. Übertr., νοῠσος ἐπήλυϑέν μοι, befiel mich; aber auch τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυϑε νήδυμος ὕπνος, es überraschte sie dabei der Schlaf; ἐπέρχεταί μοι u. με, es kommt mich, wandelt mich an; ohne Casus, ὅ, τι ἂν ἐπέλϑῃ λέγειν, was gerade in den Sinn kommt, sagen. (2) feindlich herankommen, angreifen, anfallen; τμήδην δ' αὐχέν' ἐπῆλϑε, die Lanze drang an den Nacken. Auch = tadeln; τὴν παρανομίαν, bestrafen. Auch übertr., etwas angreifen; τινί τι, einem etwas auseinandersetzen; in der Rede durchgehen; κρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥςτ' ἐπελϑεῖν, so daß man darauf, darüber gehen konnte -
36 ἡμίδελτα
ἡμί-δελτα, τό, ein halbes Delta -
37 Εὔρῑπος
ΕὔρῑποςGrammatical information: m.Meaning: `straits, narrows' (X., Arist.); esp. the straits between Euboea and Boeotia (h. Ap. 222, Hdt.); later also`canal' in gen. (D. H.); `ventilator, fan' (Gal. 10, 649).Dialectal forms: Myc. Place name EwiripoDerivatives: εὑριπώδης `like straits or the Euripos' etc. (Arist.); εὑριπίδης name of a wind, blowing from the Euripos (E. Maaß KZ 41, 204 acc. to H. s. ++ ἄντος); also PN; εὑριπική ( σχοῖνος Dsc., Plin.); Εὑρίπιος Ποσειδῶν H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Prop. `with strong current', from εὖ and ῥιπή (Fick BB 22, 11). So originally the name of the straits between Euboea and Boeotia, which is well known for its stong water- and wind-currents; from there referred to other narrows, and finally used as appellative; cf. the parallel development of δέλτα. Not with Pedersen Studi baltici 4, 152 and Hofmann Et. Wb. d. Gr. to Lith. siaũras `narrow(s)' and the IE word for `water', *ā̆p-, i.e. * seuri-h₂p-o-, with * seuro- `mall'; s. Fraenkel Gnomon 22, 237. Older interpretations in Bq. Forssmann, MSS 49 (1988) 5-12 assumed * h₁uru-h₂p-o- `with broad water(s)'. In both cases the meaning does not fit (note that * h₂ep- is rather a river, or the vowel is wrong. This makes the possibility greater that the word is Pre-Greek (the long -i- in this position is typical for Pre-Greek forms, cf. Beekes. Pre-Greek s.v. -ῑβ-, -ῑγ-, ῑδ-, -ῑθ-, -ῑν-). Thus Sommer IF 55, 185 n. 1 (like Εὑρώπη, Εὑρώτας). - In the meaning of `ventilator, fan' in Gal. εὔριπος is prob. a homonym (to ῥιπή as `blow').Page in Frisk: 1,590-591Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Εὔρῑπος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δέλτα — Δέλτᾱ , Δέλτη fem nom/voc/acc dual (doric) Δέλτᾱ , Δέλτη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέλτα — neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… … Dictionary of Greek
δέλτα — το 1. ονομασία του τέταρτου γράμματος του ελληνικού αλφάβητου. 2. καθετί που έχει σχήμα Δ, δηλαδή ισόπλευρου ή ισοσκελούς τριγώνου και γι’ αυτό η έκταση γης στις εκβολές ποταμού: Το δέλτα του Αξιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δέλτα, Πηνελόπη — (Αλεξάνδρεια 1872 – Αθήνα 1941). Πεζογράφος. Ήταν κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη. Μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια και έζησε αργότερα στη Φρανκφούρτη (1906 12). Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1909, με τα διηγήματα Για την πατρίδα,που τυπώθηκαν στο Λονδίνο … Dictionary of Greek
δέλτ' — δέλτα , δέλτα neut δέλτε , δέλτος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek