-
1 αμφ'
-
2 αμφ-
-
3 Αμφ'
-
4 Ἄμφ'
-
5 ἀμφ
-
6 ἀμφ'
Βλ. λ. αμφ' -
7 ἄμφ'
Βλ. λ. αμφ' -
8 ἀμφ-είργνυμι
ἀμφ-είργνυμι, einschließen; Iliad. 16, 481 ἀλλ' ἔβαλ' ἔνϑ' ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ, könnte Tmesis sein, homerisch med. statt des act., wo das Zwerchfell den Sitz des Lebens umschließt (vgl. εἵργνυμι); Aristarch nahm ἔρχαται als simpl., ἀμφί als selbständ. Wort, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι σαφῶς διὰ τοῠ ἔβαλε σημαίνει τὸ ἔτυχεν εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον, ὅπου αἱ φρένες ἐγκαϑειργμέναι εἰσὶ περὶ τὴν ψυχήν.
-
9 ἀμφ-ουδίς
ἀμφ-ουδίς ( ἀμφίς ἀμφί οὖδας), Hom. einmal, Od. 17, 237 ἠὲ μεταΐξας ῥοπάλῳ ἐκ ϑυμὸν ἕλοιτο, ἦ πρὸς γῆν ἐλάσειε κάρη ἀμφουδὶς ἀείρας, nachdem er ihn, den Melanthios, vom Boden in die Höhe gehoben; v. l. ἀμφουδὶς ἐρείσας, ἀμφ' οὖδας ἐρείσας, mit aller Kraft (den Kopf des Melanthios) gegen den Boden; s. Scholl. u. Eustath. p. 1818, 59 Apoll. lex. Hom. 29. 30 Hesych. Ἀμφοῠδις Etym. m. p. 93 Herodian. Περὶ μον. λ. 46 Scholl. Od. 11, 597.
-
10 ἀμφ-άκανθος
ἀμφ-άκανθος, rings mit Stacheln versehen, conj. Reisk. für ἀμφ' ἄκανϑαν, Ion bei Plut. sol. an. 16.
-
11 ἀμφ-υλάω
ἀμφ-υλάω, umbellen, anbellen, Sp.
-
12 ἀμφ-ωτίς
ἀμφ-ωτίς, ίδος, ἡ, auch ἄμφωτις geschrieben, eine vollene od. lederne Ohrbedeckung ( Poll. 10, 175 aus Plat. com. u. Aeschyl.). deren sich die Faustkämpfer bedienten, Plut. Symp. 7, 5, 4; de audit. 2; cf. E. M. 93. 12, der sie χαλκᾶ nennt; auch ein zweihenkliges Gefäß, Becher aus Holz, der Bauern, zum Melken, Ath. XI, 783 c, wofür E. M. 94, 7 ἄμφωξις steht. – Nach Poll. 2, 83 auch gleich ἐπωτίς.
-
13 ἀμφ-ωμοσία
ἀμφ-ωμοσία ἡ, = ἀμφιορκία, Hesych.
-
14 ἀμφ-ωλένιον
ἀμφ-ωλένιον, τό (ὠλένη), Armband, Aristaen. 1, 25.
-
15 ἀμφ-όδιον
ἀμφ-όδιον, τό, eine kleine Gasse, Luc. rhet. praec. 24.
-
16 ἀμφ-όδους
-
17 ἀμφ-αραβέω
ἀμφ-αραβέω, ringsum rasseln, Hom. Il. 21, 408 τεύχεά τ' ἀμφαράβησε.
-
18 ἀμφ-αραβίζω
ἀμφ-αραβίζω, dass., Hes. Sc. 64.
-
19 ἀμφ-αρίστερος
ἀμφ-αρίστερος, auf beiden Seiten, d. i. ganz links, linkisch, komisches Wort, Ar. frg. bei Galen., entsprechend dem ἀμφιδέξιος, vgl. B. A. 3, 20.
-
20 ἀμφ-αφάω
ἀμφ-αφάω, ringsum betasten, ψηλαφᾶν; handhaben, μεταχειρίζεσϑαι; Hom. Od. 8, 196 καί κ' ἀλαός τοι διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, 4, 277 κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα, 19, 586 πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐύξοον ἀμφαφόωντας νευρήν τ' ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου; med. homerisch im Sinne des activ. Od. 8, 215 εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐύξοον ἀμφαφάασϑαι, 15, 462 τὸν μὲν (ὅρμον) – χερσίν τ' ἀμφαφόωντο καὶ ὀφϑαλμοῖσιν ὁρῶντο, 19, 475 πρὶν πάντα ἄνακτ' ἐμὸν ἀμφαφάασϑαι, Iliad. 22. 373 ἦ μάλα δη μαλακώτερος ἀμφαφάασϑαι Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν. Inderselben Bdtg homerisch das simpl. Iliad. 6, 322 τον δ' εὗρ' ἐν ϑαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα, ἀσπίδα καὶ ϑώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα, Scholl. Nicanor. βραχὺ διασταλτέον ἐπὶ τὸ ϑώρηκα· πρεπωδέστερον γὰρ ἐπὶ τοῦ τόξου τὸ ἁφόωντα; vgl. Apoll. lex. Hom. 26, 5. – Ap. Rh. u. sp. D.
См. также в других словарях:
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
ἀμφ' — ἀμφί , ἀμφί abhitas indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμφ' — Ἄμφι , Ἄμφις fem voc sg Ἄμπαι , Ἄμπη fem nom/voc pl Ἄμπᾱͅ , Ἄμπη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμφ' — ἀμφί , ἀμφί abhitas indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
TITARESIUS vulgo TITARESO — TITARESIUS, vulgo TITARESO Hesach. Τιταρήσιος, ποταμὸς Η᾿πείρου. Ubi Gramaticus alias longe doctissimus suam in Geographicis inscitiam prodit: est enim Pieriae et Theslaliae fluvius, apud Pharsalum urbem fluens, longe ab Epiro. Sed fefellit cum… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek
αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
αμφώδων — ἀμφώδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση τού αρχ. φωνήεντος τής λ. σε ω (ἀμφ ώδων) λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français