Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δάφνης

См. также в других словарях:

  • Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… …   Dictionary of Greek

  • Δάφνης — Δάφνη sweet bay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνης — δάφνη sweet bay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • AO Dafni — Α.Ο. Δάφνης Liga A2 Ethniki Fundado 1967 Pabellón Dafni Indoor Hall …   Wikipedia Español

  • RHAPSODI — Graece Ρ῾αψῳδοὶ, dicebantur olim, qui epica carmina Homeri vel Hesiodi, ἐπὶ ῥάβδῳ pronuntiabant, Lauream enim hi virgam tenentes ea solebant decantare: non tamen proprerea sic dicti, quasi Ρ῾αβδῳδοὶ. Nam antequam mos ille τοῦ ῥαψῳδεῖν aliena… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προπόλευμα — εύματος, τὸ, Α [προπολεύω] (ποιητ. τ.) 1. υπηρεσία 2. φρ. «προπόλευμα δάφνης» η ιερή χρήση ή η μαντευτική δύναμη τής δάφνης …   Dictionary of Greek

  • Daphne — This article is about the Greek mythological character. For other uses, see Daphne (disambiguation). Apollo and Daphne by Antonio del Pollaiolo, c. 1470–80 (National Gallery, London) …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»