-
1 θρασεί
θρᾱσεῖ, θράομαιto be seated: fut ind mp 2nd sg (attic doric)θρᾱσεῖ, θράομαιto be seated: fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)θράζωfut ind mid 2nd sg (doric)θράζωfut ind act 3rd sg (doric)θρασύςbold: masc /neut dat sgθρᾱσεῖ, θρέομαιcry aloud: fut ind mp 2nd sg (attic doric) -
2 θρασεῖ
θρᾱσεῖ, θράομαιto be seated: fut ind mp 2nd sg (attic doric)θρᾱσεῖ, θράομαιto be seated: fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)θράζωfut ind mid 2nd sg (doric)θράζωfut ind act 3rd sg (doric)θρασύςbold: masc /neut dat sgθρᾱσεῖ, θρέομαιcry aloud: fut ind mp 2nd sg (attic doric) -
3 θρασεί'
-
4 θρασεῖ'
-
5 θράσει
θρά̱σει, θράομαιto be seated: fut ind mp 2nd sg (attic)θρά̱σει, θράομαιto be seated: fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)θράσιςfem nom /voc /acc dual (attic epic)θράσεϊ, θράσιςfem dat sg (epic)θράσιςfem dat sg (attic ionic)θράσοςcourage: neut nom /voc /acc dual (attic epic)θράσεϊ, θράσοςcourage: neut dat sg (epic ionic)θράσοςcourage: neut dat sgθράζωaor subj act 3rd sg (epic)θράζωfut ind mid 2nd sgθράζωfut ind act 3rd sgθρά̱σει, θρέομαιcry aloud: fut ind mp 2nd sg (attic) -
6 Θράσει
Θράσεοςneut nom /voc /acc dual (attic epic)Θράσεϊ, Θράσεοςneut dat sg (epic ionic)Θράσεοςneut dat sg -
7 θράσος
A = θάρσος (q.v.), courage, Il.14.416, A. Pers. 394, E.Med. 469, Ar.Lys. 545 (lyr.); θ. πολέμων courage in war, Pi.P.2.63; θράσει boldly, B.16.63; but more freq. ἰσχύος θ. confidence in strength, S.Ph. 104.II in bad sense, over-boldness, rashness, insolence, ἐς τοῦτο θράσεος (v.l. θάρσεος)ἀνήκει Hdt.7.9
.γ', cf. A.Pr.42, D.21.194, etc.;παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag. 169
(lyr.), cf. Pers. 831;προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant. 853
(lyr.);τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει Id.Aj.46
;πεπύργωσαι θράσει E.Or. 1568
;πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ar. Eq. 331
, cf. 637;θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Th.1.120
;τοῦ θράσους ἐπισχεῖν τινα Pl.Hp.Ma. 298a
;τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος Id.Lg. 701b
; ἀναίδεια καὶ θ. Aeschin.1.189; opp. αἰδώς, Arist.Cael. 291b26;θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή Ammon.Diff.p.71
V.; , cf. Eus.Mynd.56, Luc.Musc.Enc.5.—This distn. holds good in [dialect] Att. Prose: θάρσος is not found in Com.; θαρσύνω and θρασύνω are used indifferently; θρασέω and θαρσύς are not found; cf. θρασύς fin., θρασύτης. -
8 θράσος
θράσος, τό, eigtl. dasselbe, was ϑάρσος, aus dem es durch Metathesis entstanden ist, also Muth, Unerschrockenheit; τὸν δ' οὔ περ ἔχει ϑράσος Il. 14, 416; Pind. P. 2, 63. 83; Soph. El. 983 Tr. 723; ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ ϑράσει Aesch. Prom. 863 u. öfter. – Gew. aber, wenigstens nach der Untetscheidung der Gramm. (vgl. Schol. Ap. Rh. 2, 77), in tadelnder Bedeutung gebraucht, übertriebener od. vergeblicher Muth, Tollkühnheit, Verwegenheit, Frechheit; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον ϑράσους Soph. Ant. 846; El. 616; neben τόλμα Ai. 46; ϑεοβλαβοῦνϑ' ὑπερκόμπῳ ϑράσει Aesch. Pers. 817; παμμάχῳ ϑράσει βρύων Ag. 163; πεπύργωσαι ϑράσει Eur. Or. 1568; ἐγώ σε παύσω τοῦ ϑράσους Ar. Equ. 429; auch in Prosa, obwohl seltener; Plat. Legg. III, 701 b; der ἀναίδεια entsprechend, Aesch. 1, 189; vgl. Thuc. 2, 40; den Unterschied hervorhebend sagt Luc. οὐδἐ γὰρ ϑράσος, ἀλλὰ ϑάρσος φησὶν Ὅμηρος αὐτῇ (τῇ μυίᾳ) προςεῖναι, Musc. enc. 5.
-
9 θρασύς
θρᾰσύς (-ύν; -εῖ(α), -είᾳ, -εῖαι, -ειᾶν; -ύ, -εῖ, -έων: preceding vowel always lengthened except P. 12.7)a bold, intrepidθρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.44
Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39
ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
“ λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” I. 6.45 θρασειᾶν ἀλωπέκων fr. 237. c. epexeg. inf.,θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.50
Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι (cf. Eustath., Il. 311. 21. ὡς καὶ τῶν Δολόπων δεξιῶν ὄντων σφενδονητῶν) fr. 183.b in bad sense, savage θρασειᾶν λτ;Γοργόνων> P. 12.7θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86
-
10 θράσος
-ους + τό N 3 0-0-1-1-12=14 Est 3,13b; Jdt 16,10; 1 Mc 4,32; 2 Mc 5,18; 3 Mc 2,26in pos. sense: audacity, boldness, hardiness 3 Mc 2,4; confidence 3 Mc 2,2in neg. sense: overboldness, insolence Jdt 16,10; audacious presumption 2 Mc 5,18θράσει courageously 1 Mc 6,45; θράσος ἰσχύος confidence in strength 1 Mc 4,32 -
11 ΒΡΎω
ΒΡΎω (vgl. βλύω), nur praes. u. impf., 1) hervorsprossen, bes. vom üppigen Wachsen der Pflanzen; überströmen, von jeder Fülle (VLL. πηγάζειν, ἀνϑεῖν, αὔξεσϑαι), a) c. dat., von einem ἔρνος ἐριϑηλὲς ἐλαίης Iliad. 17, 56 καί τε βρύει ἄνϑεϊ λευκῷ (ἅπαξ εἰρημ.), strotzt von Blüthe; βίος βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις Ar. Nubb. 46; übertr., ϑράσει Aesch. Ag. 167; vgl. Suppl. 996; Eur. Bacch. 107; Prosa, γῆ βρύουσα φυτοῖς Arist. u. Sp. – b) c. gen., δάφνης Soph. O. C. 16; νόσου Aesch. Ch. 59; p. bei Ath. II, 39 c; Alexis ib. IX, 367 f; Plat. Ax. 371 c; ὧραι παγκάρπου γονῆς βρύουσι Philostr. – c) erst bei K. S. mit acc., φωνὴ μυρία ἀγαϑὰ βρύουσα, von Heil überströmend, Chrys. Auch absolut, βρύων ϑάλλος Soph. El. 422; Xen. Cyn. 5, 12. – 2) in üppiger Fülle hervorsprossen lassen, Χάριτες ῥόδα βρύουσι Anacr. 44, 2; vgl. Theopomp. bei Ath. III, 77 e; Luc. Tragod. 117 u. a. Sp.
-
12 κοβᾱλίκευμα
κοβᾱλίκευμα, τό, = κοβαλεία; Ar. ἐν πανουργίᾳ τε καὶ ϑράσει καὶ κοβαλικεύμασι Equ. 332.
-
13 θεο-βλαβέω
θεο-βλαβέω, 1) gegen die Götter freveln, ὑπερκόπῳ ϑράσει Aesch. Pers. 817. – 2) ein ϑεοβλαβής sein, geistesverwirrt sein, Themist. or. 4 p. 56.
-
14 βρυω
1) цвести, расцветать(ἄνθεϊ λευκῷ Hom.; μίλακι καλλικάρπῳ Eur.; χωρος βρύων δάφνης, ἀμπέλου Soph.; ἄνθος βρύει Luc.)
ὅταν ἥ γῆ βρύῃ Xen. — когда земля покроется растительностью2) изобиловать, кишеть(ἀγαθοῖσι Aesch.; μελίτταις καὴ προβάτοις καὴ στεμφύλοις Arph.; φυτοῦς καὴ ζῴοις Arst.)
3) бурлить, кипеть(παμμάχῳ θράσει Aesch.)
νόσου β. Aesch. — томиться недугом4) изливать, струить5) взращивать(ῥόδα Anacr.)
-
15 ενθυμεομαι
1) иметь на уме, размышлять, обдумывать(τι Thuc., Xen., Plut., τινος Thuc., Xen., Plat. и περί τινος Plat., тж. ὅτι … Thuc., εἰ … Isocr. и ὡς … Xen.)
κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Thuc. — умеющий отлично соображать;ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν Plat. — подумай, не пропустили ли мы чего-л.;τὰ μὲν οἶδα σ΄ ἐνθυμουμένην, τὰ δ΄ ἡσυχαιτέραν Aesch. — я знаю, что это ты принимаешь близко к сердцу, а к тому ты равнодушна2) обращать внимание, сознавать3) приходить к выводу, заключатьτί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐ. δεῖ ; Dem. — какой же вывод должны вы сделать из этого?
-
16 θεοβλαβεω
-
17 ισχυω
1) быть сильным, крепким(ὑγιαίνειν καὴ ἰ. Xen.; ἰ. τοῖς σώμασιν Xen.)
οἱ ἰσχύοντες NT. — крепкие (здоровые) люди2) быть сильным, могущественнымτὸ ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν Thuc. — флот, которым они сильны;
τὰ τῶν ξυμμάχων, ὅθεν ἰσχύομεν Thuc. — помощь союзников, от которой зависит наша (афинян) сила;ἰ. τινὴ πρὸς τοὺς πολεμίους Thuc. — в чем-л. (или чем-л.) превосходить врагов3) быть сильным, выделяться, отличаться(σοφίᾳ Pind.; θράσει Eur.; χρημάτων πλήθει Plut.)
4) иметь вес, иметь значение, быть действительнымἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. — (не может быть прочного государства), в котором вынесенные приговоры недействительны;
διαθήκη μέ ἰοχύει NT. — завещание не имеет силы;μέ τοσοῦτον ἰσχῦσαι τοὺς τούτου λόγους Lys. — (я считаю), что не такое уж большое значение имеют его слова;πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι Dem. — иметь большой вес у кого-л.;τἀληθὲς ἰσχῦον Soph. — непреложная истина;ὅρκος ἰσχύων Aesch. — незыблемая (нерушимая) клятва5) давать силу, предоставлять возможностьὁ καιρὸς ἰσχύει πράττειν Dem. — обстоятельства позволяют действовать;
ἰσχύει τί τινι κατά τινος Dem. кто-л. — получает поддержку против кого-л.6) выздоравливать, оправляться(ἐκ τῆς νόσου Xen.)
7) усиливаться, крепнуть(αὐξάνειν καὴ ἰ. NT.)
8) одолевать, брать верх(κατά τινος NT.)
9) мочь, быть в состоянии(ποιεῖν τι NT.)
πάντα ἰ. NT. — быть всесильным -
18 πυργοω
1) снабжать (крепостными) башнями, т.е. обносить стенами(Θήβης ἕδος Hom.)
ὀχυρὰ πυργοῦσθαι Xen. — возводить у себя укрепления2) снабжать боевой башенкой(ἐλέφας πυργωθείς Anth.)
3) возвышать, возвеличивать(Τροίαν Eur.)
4) превозносить, восхвалятьπ. ἑαυτόν Men. — превозноситься;
πυργῶσαι ῥήματα σεμνά Arph. — нагромоздить высокопарные речи;πυργοῦσθαι θράσει Eur. — хвалиться храбростью5) раздувать, преувеличивать(τι Eur.)
-
19 Ἀθάνα
̆αθᾱνα, Ἀθᾱναία1 Athene cf. Παλλάς. πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ (Byz.: Ἀθηναία codd.) O. 7.36 “ θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ.” v. Paus. 2. 4. 5 O. 13.82μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
τέχνᾳ τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα P. 12.8
θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
“θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” Zeus speaks N. 10.84 ( Ζεύς) ὃς καὶ τυπ εὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34 Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας of the building of the third Delphic temple of Apollo Πα... ]Ἀθάνας[ fr. 215c. 1. test. fr. 262 v. Ῥῆσος; v. fr. 146. -
20 Ἄρτεμις
Ἄρτεμις (-ις, -ιδος, -ιν) daughter of Leto and Zeus, worshipped esp. in Delos and Ortygia. Ὀρτυγίαν ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώσας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερόν, ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν. Σ.) P. 2.7 ( Κορωνίς)1δαμεῖσα χρυσέοις τόξοισιν ὑπ' Ἀρτέμιδος P. 3.10
“ Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα N. 1.3
Ἄρτεμις τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
]Ἄρτεμιν[ Pae. 4.1
ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις οἰοπόλας ζεύξαισ ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων Δ. 2. 19.
См. также в других словарях:
θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θράσει — Θράσεος neut nom/voc/acc dual (attic epic) Θράσεϊ , Θράσεος neut dat sg (epic ionic) Θράσεος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασεῖ — θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic doric) θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράζω fut ind mid 2nd sg (doric) θράζω fut ind act 3rd sg (doric) θρασύς bold masc/neut dat sg θρᾱσεῖ , θρέομαι cry… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασεῖ' — θρασεῖα , θρασύς bold fem nom/voc sg θρασεῖαι , θρασύς bold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
νυκτιφρούρητος — νυκτιφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ) … Dictionary of Greek
πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… … Dictionary of Greek
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek