-
1 γόνου
γόνοςthat which is begotten: masc /fem gen sg -
2 ἄπαις
A childless, Hdt.6.38, S.Fr.4; τὰς ἄπαιδας οὐσίας, perh. childless estate, dub.l. in Id.Tr. 911:—often c. gen., ἄ. ἔρσενος γόνου without male heirs, Hdt.1.109 (so ἄ. alone, 5.48,67);ἀ. ἔρσενος καὶ θήλεος γόνου Id.3.66
;τέκνων ἄπαιδα E.Supp. 810
;ἄ. ἀρρένων παίδων And.1.117
, X.Cyr.4.6.2;ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν Pl. Lg. 925c
.II Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες children of Night, yet children none, dub. l. in A.Eu. 1034. -
3 ἀριστόγονος
ᾰριστόγονος, -ον1 with illustrious child σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ (- γόνου e Σ Mommsen) P. 11.3 -
4 βορά
βορά, ἡ,A food, prop. of carnivorous beasts,ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν A.Pr. 583
(lyr.), cf. Ch. 530;θηρσὶν ἄθλιον β. E.Ph. 1603
, cf.S.Ant.30;κυνὸς β. Ar.Eq. 416
;ὁ λέων.. [χαίρει] ὅτι β. ἕξει Arist.EN 1118a23
; of cannibal feasts, Hdt.1.119; κρεῶν.. οἰκείας βορᾶς of their own flesh served as food, of the children of Thyestes, A.Ag. 1220, cf. 1597; βορᾶς τοῦ.. Οἰδίπου γόνου food torn from the body of the son of Oedipus, S.Ant. 1017, cf. 1040; βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; E.Cyc. 127; οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς β. τὸ χρηστὸν εἶναι in gluttony, Id.Supp. 865: less freq. of simple food, Pi.Fr.124.5, A.Pers. 490, S.Ph. 274, etc. ( βορρά is prob. f.l. for φορβά in AP3.14.) (Cf. βιβρώσκω: g[uglide]er[schwa]-, cf. Skt. - gara- in compds. (cf. δημο-βόρος, Lat. carni-vorus) 'devouring', giráti 'swallow', Lat. vorare, Lith. gérti 'drink', etc.) -
5 γόνος
A that which is begotten, child, Il.5.635, 6.191; offspring, 20.409, Hes. Th. 919, etc.;ἄπαις ἔρσενος γόνου Hdt.1.109
;πρεσβύτατος παντὸς τοῦ γ. Id.7.2
; ([place name] Elis); ὁ Πηλέως γ. his son, S.Ph. 333, cf. 366, 416, etc.; of animals,γ. ὀρταλίχων Id.Fr. 793
; of fish, roe, Hegem.1, Archestr.Fr.9; of bees, Arist.HA 554a18.2 product, of plants,γ. ἀμπέλου Anacreont.54.7
; γ. πλουτόχθων, of the silver mines at Laureion, A.Eu. 946 (lyr.);τοῦ φόρου τὸν γ. Ar.V. 1116
codd.3 ἐς ἔρσενα γόνον to any of the male sex, Hdt.6.135.II race, stock, descent,οὔ πώ τις ἑὸν γ. αὐτὸς ἀνέγνω Od.1.216
, cf. 11.234.III begetting, procreation, A.Supp. 172 (lyr.); γόνῳ πατήρ, opp. ποιητός, Lys.13.91;γόνῳ γεγονώς D.44.49
;γ. υἱός Men.Sam. 131
, D.C.40.51, cf.IG3.1445,al.2 of plants, bearing, Thphr.CP3.15.3.V γ. Ἑρμοῦ, = βούφθαλμος, Ps.-Dsc.3.139. -
6 θῆλυς
A- εας Il.5.269
(Hom. has regul. fem.θήλεια Il.8.7
,al., but also θῆλυς as fem., 10.216,al., as in other poets, v. infr.): [dialect] Ion. fem. θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, pl. θήλεαι, θηλέας, θηλέων, Hdt. and Hp.: gen. ; acc. fem. θηλείην dub. l. in Nic.Al.42, neut. pl.θήλεια Arat.1068
: [dialect] Ep. also θηλύτερος indicating opposition rather than comparison (cf. ἀρρέντερος); θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Il.8.520
;θηλύτεραι δὲ θεαί Od.8.324
; (Elis, iv B.C.); in late Prose θηλύτερος, -ύτατος occur as [comp] Comp. and [comp] Sup. (v. infr. 11): ( θη- 'suckle', cf. θῆσαι):— female, θήλεια θεός a goddess, Il.8.7; Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα being female, 19.97, cf. A.Ag. 1231, S.Tr. 1062, E.IT 621; θήλειαι ἵπποι mares, Od.4.636, etc.; σύες θήλειαι sows, 14.16; ὄϊς θῆλυς a ewe, Il.10.216;θήλεια μῆλα Arat. 1068
; θήλεια ἔλαφος a hind, Pi.O. 3.29;θήλεα κάμηλος Hdt.3.102
; ἡ θ. ἵππος ib.86;θ. ὄρνις S.Fr. 477
; ζῷα θ. Pl.Criti. 110c; ἄπαις θήλεος γόνου without female issue, Hdt.3.66;θῆλυς σπορά E.Hec. 659
;θήλειαι γυναῖκες Id.Or. 1205
;θ. κόραι Pl.Lg. 764d
: with masc. nouns, ὁ θῆλυς ὀρεύς the she-mule, Arist.HA 577b22;ἄνθρωπος θῆλυς Id.PA 688b31
: masc. pl.,θήλεις χοροί Critias 1.8D.
; butμὴ εἶναι θεοὺς ἄρρενας μηδὲ θηλείας Phld.Piet.12
.b ἡ θήλεα, [dialect] Att. - εια, the female, Hdt.3.109, X.Mem.2.1.4; (troch.).c τὸ θ. γένος the female sex, woman-kind, E.Hec. 885; τὸ θ. alone, Id.HF 536, etc.; opp. τὸ ἄρρεν, Pl.R. 454d, Arist.Metaph. 988a5; [ἡ δεῖνα] τέτοκεν θῆλυ PTeb.422.18
(iii A.D.),al.d of plants and trees, Thphr.HP3.9.1;θ. κάλαμος Dsc.1.85
;θῆλυς φοῖνιξ Ach.Tat.1.17
;θῆλυ βούτομον Thphr.HP4.10.4
.2 of or belonging to women,κουράων θῆλυς ἀϋτή Od.6.122
; θήλεα νοῦσος among the Scythians (cf. Ἐνάρεες), Hdt.1.105; (lyr.); ;χάρις APl.4
.<*>87 (Leont.); θ. φόνος murder by women, E.Ba. 796.II metaph., of persons and things,bὕδωρ θ. καὶ μαλακόν Thphr.CP2.6.3
; θηλυτέρα ὀσμή ib.6.15.4; θηλύτατον πεδίον most fruitful, Call.Fr. 296; θηλύτατον ὕδωρ of the Nile, Id.Sos. vii 5.2 tender, delicate,Φοίβου θήλειαι.. παρειαί Id.Ap.37
; θῆλυς ἀπὸ χροιῆς delicate of skin, Theoc.16.49; of temper or character, soft, yielding, weak,θῆλυς ηὕρημαι τάλας S.Tr. 1075
; ;θήλεια φρήν Ar.Lys. 708
, cf. E.Andr. 181;δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plu.Mar.34
;θηλύτατος Luc.Im.13
;παλλακὴ -υτάτη Philostr.VS2.21.2
; τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς effeminacy, Men.599.3 in mechanics, those parts were called female into which others fitted, as the female vertebra, Poll.2.180;γίγγλυμος J.AJ3.6.3
.5 Pythag., of even numbers, Plu.2.264a, 288d.6 Astrol., of planets, Ptol. Tetr.19; cf.θηλυκός 3c
.III θήλειαι, αἱ, kind of cheese made in Crete, Seleuc. ap. Ath.14.650d. -
7 σύμπηξις
A putting together, constructing, framing,ξύλων Hdn.4.2.6
; σύγκρασις καὶ ς. Plu.2.433d, cf. 95b; τοῦ σώματος Aristeas 155;τῆς λέξεως Phld.Po.Herc.994.34
; of astrological tables, κανονικαὶ ς. Vett.Val.141.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμπηξις
См. также в других словарях:
γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… … Dictionary of Greek
CEPHEUS — I. CEPHEUS Aethiopum Rex, Andromedae pater, quam Perseus periculô liberatam, uxorem duxit. Ovid. Met. l. 4. v. 736. Auxiliumque domus Servatoremque fatentur Cassiope, Cepheusque pater. Hic postea generi meritis cum uxore et filia in caelum… … Hofmann J. Lexicon universale
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… … Dictionary of Greek
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
σπερματισμός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα τού άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τού εμβρύου μσν. γονιμοποίηση μσν. αρχ. 1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ. β. «[τὰ λάχανα]… … Dictionary of Greek
Μεγάλου Σπηλαίου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Αχαΐας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται κοντά στα Καλάβρυτα, στη δυτική γυμνή και κατακόρυφη πλαγιά του Χελμού και εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Το μοναστήρι, το οποίο είναι… … Dictionary of Greek
σήψη — η 1. αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών οργανικών ουσιών, σάπισμα: Το πτώμα βρέθηκε σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. 2. ηθική διαφθορά: Τα σημάδια της κοινωνικής σήψης σ αυτήν τη χώρα είναι έκδηλα. 3. «σήψη του γόνου», αρρώστια που προσβάλλει τις νύμφες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)