Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄμβροτος

См. также в других словарях:

  • ἄμβροτος — immortal masc nom sg ἄμβροτος immortal masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμβροτος — ἄμβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος 2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός 3. εξαίσιος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμβρότων — ἄμβροτος immortal fem gen pl ἄμβροτος immortal masc/neut gen pl ἄμβροτος immortal masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότου — ἄμβροτος immortal masc/neut gen sg ἄμβροτος immortal masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότῳ — ἄμβροτος immortal masc/neut dat sg ἄμβροτος immortal masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτα — ἄμβροτος immortal neut nom/voc/acc pl ἄμβροτος immortal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτοι — ἄμβροτος immortal masc nom/voc pl ἄμβροτος immortal masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρότη — ἄμβροτος immortal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτ' — ἄμβροτε , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor imperat act 2nd sg (epic) ἄ̱μβροτε , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄμβροτε , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄμβροτα , ἄμβροτος immortal neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμβροτον — ἄ̱μβροτον , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄ̱μβροτον , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»