-
1 избавить
-
2 спасти
-
3 вырваться
вырваться ξεφεύγω· γλιτώνω (спастись)· \вырваться вперёд ορμώ προς τα μπρος* * *ξεφεύγω; γλιτώνω ( спастись)вы́рваться вперёд — ορμώ προς τα μπρος
-
4 выручать
-
5 отделаться
-
6 избавиться
= избавлятьсяαπαλλάσσομαι; γλιτώνω, σώζομαι ( спастись) -
7 спастись
σώζομαι, γλιτώνω -
8 вырвать
вырвать 1-ву, -вешь ρ.σ.μ.1. βγάζω βίαια, αποσπώ•вырвать зуб βγάζω το δόντι•
вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.
2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•вырвать секрет αποσπώ μυστικό.
εκφρ.вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.2. βγαίνω, σχίζομαι•в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.
|| ξεγλιστρώ, πέφτω•лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.
вырвать 2-рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ. -
9 спасти
спасу, спасшь, παρλθ. χρ. спас, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спаснный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.σώζω, γλυτώνω, λυτρώνω•спасти жизнь σώζω τη ζωή•
спасти честь σώζω την τιμή•
спасти от гибели σώζω αποτην κα-καταστροφή•
спасти положение σώζω την κατάσταση.
|| απαλλάσσω•спасти от комаров γλυτώνω από τα κουνούπια.
σώζομαι, λυτρώνομαι, γλιτώνω•спасти от гибели σώζομαι από την καταστροφή.
|| απαλλάσσομαι•спасти от мух γλυτώνω από τις μύγες.
См. также в других словарях:
γλιτώνω — γλιτώνω, γλίτωσα, (σπάν.) γλιτωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλιτώνω — γλίτωσα, γλιτωμένος 1. μτβ., σώζω, λυτρώνω, απαλλάσσω κάποιον: Γλίτωσα χάρη σ’ έναν εξαιρετικό γιατρό. 2. αμτβ., απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι από κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό: Γλίτωσε τη φυλακή γιατί δε βρέθηκαν μάρτυρες κατηγορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπλέκω — ξέμπλεξα, ξεμπλέχτηκα, ξεμπλεγμένος 1. μτβ., γλιτώνω κάποιον από εμπλοκή ή μπέρδεμα: Ξέμπλεξέ μου το κουβάρι. 2. αμτβ., γλιτώνω, απαλλάσσομαι από εμπλοκή ή δυσάρεστη κατάσταση: Χρόνια έκανε να ξεμπλέξει απ τα δικαστήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγκιστρώνω — 1. βγάζω το αγκίστρι από κάτι, απαγκιστρώνω 2. (σχετικά με άγκυρα) ανασπώ, σηκώνω, ξεγαντζώνω 3. μτφ. (ενεργ. και μέσ.) γλιτώνω, ξεφεύγω από δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ αγκιστρώνω (βλ. και λ. ξ[ε] * με στερ. σημ.), με σίγηση … Dictionary of Greek
ξεγαντζώνω — 1. βγάζω κάτι από τον γάντζο nou τό συγκρατεί («ξεγάντζωσε το αρνί») 2. ναυτ. ξεκοτσάρω 3. μτφ. γλιτώνω κάποιον που είναι επικίνδυνα παγιδευμένος ή στενά πολιορκημένος («δύσκολα τόν ξεγάντζωσε από τα χέρια τών ληστών») … Dictionary of Greek
απαγκιστρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ξαγκιστρώνω: Το ψάρι ήταν καλά πιασμένο κι ήταν αδύνατο ν απαγκιστρωθεί. 2. Γλιτώνω στρατιωτικό τμήμα από το να αποκλειστεί: Με την ενέργεια αυτή δόθηκε στο λόχο η ευκαιρία κι απαγκιστρώθηκε. Ουσ., η απαγκίστρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαλλάσσω — απάλλαξα, απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος, ελευθερώνω, γλιτώνω: Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφεύγω — απόφυγα 1. δεν πλησιάζω κάποιον: Τον τελευταίο καιρό με αποφεύγει συστηματικά. 2. ξεφεύγω, γλιτώνω: Είναι θαύμα το πώς αποφύγαμε τη σύγκρουση μ ένα άλλο αυτοκίνητο. 3. αρνιέμαι ή αναβάλλω να κάνω κάτι: Αποφεύγει να συζητήσει μαζί μας τη διαφορά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασώζω — διάσωσα και διέσωσα, διασώθηκα, περισώζω κάτι ακέραιο, γλιτώνω κάποιον από κίνδυνο ή κάτι από τη φθορά του χρόνου: Διασώθηκαν ελάχιστοι μετά την κατάρρευση της πολυκατοικίας από το σεισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιζώ — επέζησα 1. αμτβ., εξακολουθώ να ζω και ύστερα από κάποιο γεγονός (π.χ. θάνατο αγαπημένου προσώπου), επιβιώνω. 2. γλιτώνω το θάνατο, σώζομαι από κάποια καταστροφή: Από το βομβαρδισμό επέζησαν λίγοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτρώνω — λύτρωσα, λυτρώθηκα, λυτρωμένος 1. ελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας λύτρα: Οι όμηροι λυτρώθηκαν από τους συγγενείς τους. 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό, σώζω, γλιτώνω: Ο θάνατος τον λύτρωσε από τη μακροχρόνια αρρώστια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)