-
1 βεβαιώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) уверять, заверять (в чём-л.);σας βεβαιώνω ότι... — уверяю вас, что...;
2) подтверждать, удосто- верять;τα καταγγελλόμενα — подтверждать обвинение;βεβαιώνω τό γνήσιο της υπογραφής — заверять, удостоверять подпись;
βεβαιώνω τό γεγονός — подтверждать факт;
3) устанавливать, определять (налоги, доходы);1) — уверяться, убеждаться;βεβαιώνομαι [-ούμαι]
2) подтверждаться, удостоверяться;τα βεβαιωθέντα κέρδη — установленные прибыли (зарегистрированные государством)
-
2 βεβαιώνω
[вэвэоно] р. уверять, заверять, подтверждать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βεβαιώνω
-
3 βεβαιώνω
[вэвэоно] ρ уверять, заверять, подтверждать. -
4 βεβαιώνω
1) affirmer2) attester3) certifier -
5 βεβαιώνω
1) potwierdzać czas.2) stwierdzać czas.3) twierdzić czas.4) zapewniać czas. -
6 βεβαιώνω
1) potvrdit2) potvrzovat3) prohlásit4) tvrdit5) ujistit6) ujišťovat -
7 βεβαιώνω
1) affirm2) assureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βεβαιώνω
-
8 tvrdit
βεβαιώνω -
9 ujistit
βεβαιώνω -
10 ujišťovat
βεβαιώνω -
11 twierdzić
βεβαιώνω -
12 заверить
заверить 1) (уверить) βεβαιώνω 2) (удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνω \заверить копию επικυρώνω το αντίγραφο* * *1) ( уверить) βεβαιώνω2) ( удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνωзаве́рить ко́пию — επικυρώνω το αντίγραφο
-
13 подтвердить
-
14 свидетельствовать
свидетельствовать 1) μαρτυρώ 2) (подтверждать) πιστοποιώ, βεβαιώνω* * *1) μαρτυρώ2) ( подтверждать) πιστοποιώ, βεβαιώνω -
15 уверить
-
16 утверждать
утверждать 1) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω; βεβαιώνω 2Ϊ см. утвердить* * *1) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω; βεβαιώνω2) см. утвердить -
17 удостоверить
удостоверитьсов, удостоверять несов πιστοποιώ, βεβαιώνω:\удостоверить подпись βεβαιώνω τό γνήσιον τής ὑπογραφής· \удостоверить личность πιστοποιώ τήν ταυτότητα. -
18 свидетельствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•
результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•
-ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.
2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.
3. εξετάζω.εκφρ.свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι. -
19 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
20 свидетельствовать
1. (подтверждать что-л) (επι)μαρτυρώαποδείχνωκαταθέτω2. (удостоверять что-л.) πιστοποιώ, βεβαιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельствовать
См. также в других словарях:
βεβαιώνω — βεβαιώνω, βεβαίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… … Dictionary of Greek
βεβαιώνω — ωσα, ώθηκα, βεβαιωμένος 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, διαβεβαιώνω: Ο θάνατός του βεβαιώθηκε από το γιατρό. 2. υπόσχομαι, εξασφαλίζω υπεύθυνα: Σας βεβαιώνω ότι το παιδί σας θα διοριστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο … Dictionary of Greek
επιβεβαιώνω — επιβεβαίωσα, επιβεβαιώθηκα, επιβεβαιωμένος, μτβ. 1. βεβαιώνω κι εγώ αυτό που βεβαιώθηκε από άλλους ή βεβαιώνω κάτι ύστερα, επικυρώνω. 2. το μέσ., επιβεβαιώνομαι αποδείχνομαι αληθινός, δικαιώνομαι, επαληθεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπογράφω — υπόγραψα και υπέγραψα, υπογράφ(τ)ηκα, υπογραμμένος 1. βάζω την υπογραφή μου κάτω από το κείμενο ως απόδειξη ότι αποδέχομαι ή βεβαιώνω το περιεχόμενό του. Το ψήφισμα υπογράφτηκε απ όλους τους συνέδρους. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου συμφωνία,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek
ανθυπόμνυμι — ἀνθυπόμνυμι (Α) [υπόμνυμι] βεβαιώνω με όρκο το αντίθετο … Dictionary of Greek