-
1 tvrdit
βεβαιώνω -
2 ujistit
βεβαιώνω -
3 ujišťovat
βεβαιώνω -
4 twierdzić
βεβαιώνω -
5 заверить
заверить 1) (уверить) βεβαιώνω 2) (удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνω \заверить копию επικυρώνω το αντίγραφο* * *1) ( уверить) βεβαιώνω2) ( удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνωзаве́рить ко́пию — επικυρώνω το αντίγραφο
-
6 подтвердить
-
7 свидетельствовать
свидетельствовать 1) μαρτυρώ 2) (подтверждать) πιστοποιώ, βεβαιώνω* * *1) μαρτυρώ2) ( подтверждать) πιστοποιώ, βεβαιώνω -
8 уверить
-
9 утверждать
утверждать 1) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω; βεβαιώνω 2Ϊ см. утвердить* * *1) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω; βεβαιώνω2) см. утвердить -
10 удостоверить
удостоверитьсов, удостоверять несов πιστοποιώ, βεβαιώνω:\удостоверить подпись βεβαιώνω τό γνήσιον τής ὑπογραφής· \удостоверить личность πιστοποιώ τήν ταυτότητα. -
11 свидетельствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. μαρτυρώ• αποδείχνω• φανερώνω• καταθέτω•подсудимый -ствует, что... ο κατηγορούμενος καταθέτει ότι...•
результаты -ствуют о правильности метода исследования τα αποτελέσματατα μαρτυρούν για την ορθότητα της μεθόδου έρευνας•
-ствую это перед всеми καταθέτω αυτό μπροστά σε όλους.
2. πιστοποιώ, βεβαιώνω•свидетельствовать подпись βεβαιώνω το γνήσιο της υπογραφής.
3. εξετάζω.εκφρ.свидетельствовать кому почтение (уважение), благодарность – εκφράζω το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη.1. παλ. επικαλούμαι την μαρτυρία κάποιου• να είσαι μάρτυρας.2. πιστοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι. -
12 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
13 свидетельствовать
1. (подтверждать что-л) (επι)μαρτυρώαποδείχνωκαταθέτω2. (удостоверять что-л.) πιστοποιώ, βεβαιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельствовать
-
14 удостоверять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удостоверять
-
15 утвердить
1. (упрочить, установить) στερεώνω, εδραιώνω 2. (убедить, окончательно уверить) (επι)βεβαιώνω 3. (принять окончательное решение, признать окончательно установленным что-л.) επικυρώνωεγκρίνω4. (оформить юридически, в законном порядке, санкционировать чьё-л. назначение какое-л. постановление и т.п.) εγκρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утвердить
-
16 acknowledge
[ək'noli‹]1) (to admit as being fact: He acknowledged defeat; He acknowledged that I was right.) παραδέχομαι, αναγνωρίζω2) (to say (usually in writing) that one has received (something): He acknowledged the letter.) βεβαιώνω ότι πήρα (γνωστοποιώ λήψη), συνήθως γραπτώς3) (to give thanks for: He acknowledged their help.) αναγνωρίζω (βοήθεια κ.λπ.)4) (to greet someone: He acknowledged her by waving.) δείχνω ότι αναγνωρίζω•- acknowledgement- acknowledgment -
17 assert
[ə'sə:t]1) (to say definitely: She asserted that she had not borrowed his book.) (δια)βεβαιώνω2) (to insist on: He should assert his independence.) διεκδικώ•- assertive
- assert oneself -
18 assess
[ə'ses]1) (to estimate or judge the quality or quantity of: Can you assess my chances of winning?) υπολογίζω2) (to estimate in order to calculate tax due on: My income has been assessed wrongly.) (για φόρους) καταλογίζω, `βεβαιώνω`•- assessor -
19 bear witness
(to give evidence: She will bear witness to his honesty.) βεβαιώνω για -
20 testify
1) (to give evidence, especially in a law court: He agreed to testify on behalf of / against the accused man.) καταθέτω (σε δίκη)2) (to show or give evidence of; to state that (something) is so: I will testify to her kindness.) βεβαιώνω / μαρτυρώ, αποδεικνύω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βεβαιώνω — βεβαιώνω, βεβαίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… … Dictionary of Greek
βεβαιώνω — ωσα, ώθηκα, βεβαιωμένος 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, διαβεβαιώνω: Ο θάνατός του βεβαιώθηκε από το γιατρό. 2. υπόσχομαι, εξασφαλίζω υπεύθυνα: Σας βεβαιώνω ότι το παιδί σας θα διοριστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο … Dictionary of Greek
επιβεβαιώνω — επιβεβαίωσα, επιβεβαιώθηκα, επιβεβαιωμένος, μτβ. 1. βεβαιώνω κι εγώ αυτό που βεβαιώθηκε από άλλους ή βεβαιώνω κάτι ύστερα, επικυρώνω. 2. το μέσ., επιβεβαιώνομαι αποδείχνομαι αληθινός, δικαιώνομαι, επαληθεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπογράφω — υπόγραψα και υπέγραψα, υπογράφ(τ)ηκα, υπογραμμένος 1. βάζω την υπογραφή μου κάτω από το κείμενο ως απόδειξη ότι αποδέχομαι ή βεβαιώνω το περιεχόμενό του. Το ψήφισμα υπογράφτηκε απ όλους τους συνέδρους. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου συμφωνία,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek
ανθυπόμνυμι — ἀνθυπόμνυμι (Α) [υπόμνυμι] βεβαιώνω με όρκο το αντίθετο … Dictionary of Greek