Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πιστοποιώ

См. также в других словарях:

  • πιστοποιώ — πιστοποιῶ, έω, ΝΑ [πιστοποιός] καθιστώ κάτι πιστό, δηλαδή πιστευτό, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθινό (α. «ότι δεν είναι αυτός ο δράστης μπορώ να τό πιστοποιήσω» β. «καὶ διἀ τῶν ἔργων ἐπιστοποίησας τοὺς τῆς θείας φιλοσοφίας λόγους», ΠΔ) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πιστοποιώ — πιστοποιώ, πιστοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πιστοποιώ — πιστοποίησα, πιστοποιήθηκα, πιστοποιημένος, βεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Ο δήμαρχος πιστοποιεί ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστοποίηση — η / πιστοποίησις, ΝΑ [πιστοποιώ] η ενέργεια τού πιστοποιώ, το να επιβεβαιώνει κανείς κάτι ως αληθινό, επικύρωση νεοελλ. 1. συνεκδ. έγγραφο, ιδίως επίσημο, με το οποίο πιστοποιείται κάτι, πιστοποιητικό 2. φρ. «πιστοποίηση περιουσίας» (νομ.) η… …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • γκαραντί — εγγύηση, εγγυημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garanti Ι (μτχ. τού garantir «πιστοποιώ, διαβεβαιώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • γνωστεύω — (Α γνωστεύω) [γνώστης] Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω II. παθ. γνωστεύομαι νεοελλ. βάζω γνώση, σωφρονίζομαι αρχ. επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • διαγορεύω — (AM διαγορεύω) διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια αρχ. μσν. επιτάσσω, ορίζω ρητώς μσν. πιστοποιώ αρχ. 1. διηγούμαι λεπτομερώς 2. ομιλώ για κάτι 3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»