-
1 πιστοποιώ
(ε) μετ. удостоверять, подтверждать; аттестовать -
2 πιστοποιώ
[пистопио] р. удостоверять, подтверждать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πιστοποιώ
-
3 πιστοποιώ
[пистопио] ρ удостоверять, подтверждать. -
4 πιστοποιώ
belgelemek, onaylamak -
5 πιστοποιώ
attester -
6 πιστοποιώ
1) poświadczać czas.2) potwierdzać czas.3) zaświadczać czas. -
7 πιστοποιώ
1) dosvědčit2) osvědčit3) ověřit4) potvrdit5) svědčit -
8 πιστοποιώ
1) attest2) authenticate3) averΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πιστοποιώ
-
9 аттестовывать
πιστοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аттестовывать
-
10 удостоверять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удостоверять
-
11 удостоверить
-рю, -ришьρ.σ.μ.πιστοποιώ, βεβαιώνω•удостоверить подпись πιστοποιώ το γνήσιο της υπογραφής•
удостоверить смерть πιστοποιώ το θάνατο•, удостоверить личность πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου.
|| παλ. διαβεβαιώνω.διαπιστώνω• πείθομαι• βεβαιώνομαι•судьи -лись в невиновность подсудимого οι δικαστές πείστηκανγια την αθωότητα του κατηγορούμενου.
-
12 заверить
заверить 1) (уверить) βεβαιώνω 2) (удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνω \заверить копию επικυρώνω το αντίγραφο* * *1) ( уверить) βεβαιώνω2) ( удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνωзаве́рить ко́пию — επικυρώνω το αντίγραφο
-
13 подтвердить
-
14 свидетельствовать
свидетельствовать 1) μαρτυρώ 2) (подтверждать) πιστοποιώ, βεβαιώνω* * *1) μαρτυρώ2) ( подтверждать) πιστοποιώ, βεβαιώνω -
15 удостоверить
удостоверитьсов, удостоверять несов πιστοποιώ, βεβαιώνω:\удостоверить подпись βεβαιώνω τό γνήσιον τής ὑπογραφής· \удостоверить личность πιστοποιώ τήν ταυτότητα. -
16 заверять
επικυρώνω, πιστοποιώ, θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заверять
-
17 засвидетельствование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засвидетельствование
-
18 свидетельствовать
1. (подтверждать что-л) (επι)μαρτυρώαποδείχνωκαταθέτω2. (удостоверять что-л.) πιστοποιώ, βεβαιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельствовать
-
19 аттестовать
аттестоватьсов и несов1. ἐπιβεβαιώ, πιστοποιώ;2. (рекомендовать) συνιστώ, συστήνω. -
20 заверять
заверятьнесов1. (уверять) βεβαιώ, δίνω βεβαίωση·2. (подпись и т. п.) ἐπικυρώνω, πιστοποιώ.
См. также в других словарях:
πιστοποιώ — πιστοποιῶ, έω, ΝΑ [πιστοποιός] καθιστώ κάτι πιστό, δηλαδή πιστευτό, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθινό (α. «ότι δεν είναι αυτός ο δράστης μπορώ να τό πιστοποιήσω» β. «καὶ διἀ τῶν ἔργων ἐπιστοποίησας τοὺς τῆς θείας φιλοσοφίας λόγους», ΠΔ) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πιστοποιώ — πιστοποιώ, πιστοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πιστοποιώ — πιστοποίησα, πιστοποιήθηκα, πιστοποιημένος, βεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Ο δήμαρχος πιστοποιεί ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστοποίηση — η / πιστοποίησις, ΝΑ [πιστοποιώ] η ενέργεια τού πιστοποιώ, το να επιβεβαιώνει κανείς κάτι ως αληθινό, επικύρωση νεοελλ. 1. συνεκδ. έγγραφο, ιδίως επίσημο, με το οποίο πιστοποιείται κάτι, πιστοποιητικό 2. φρ. «πιστοποίηση περιουσίας» (νομ.) η… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… … Dictionary of Greek
γκαραντί — εγγύηση, εγγυημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garanti Ι (μτχ. τού garantir «πιστοποιώ, διαβεβαιώνω»)] … Dictionary of Greek
γνωστεύω — (Α γνωστεύω) [γνώστης] Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω II. παθ. γνωστεύομαι νεοελλ. βάζω γνώση, σωφρονίζομαι αρχ. επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι … Dictionary of Greek
διαγορεύω — (AM διαγορεύω) διακηρύττω, αγορεύω με σαφήνεια αρχ. μσν. επιτάσσω, ορίζω ρητώς μσν. πιστοποιώ αρχ. 1. διηγούμαι λεπτομερώς 2. ομιλώ για κάτι 3. παθ. ορίζομαι, κανονίζομαι, διευθετούμαι … Dictionary of Greek
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek
μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… … Dictionary of Greek