Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σας

  • 1 σας

    (σας) γεν. и αίτιατ. от σεις

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σας

  • 2 σας

    σής
    moth: masc acc pl (doric aeolic)
    σός
    thy: fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > σας

  • 3 σᾶς

    σής
    moth: masc acc pl (doric aeolic)
    σός
    thy: fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > σᾶς

  • 4 σας!

    за ваше здоровье!;
    20) (при приказе, команде): στ' αρματα! или στα όπλα! к оружию!, в ружьё!; στίς θέσεις! по местам!; 21) (в клятвах): σας ορκίζομαι στα μάτια μου! чтоб мне белого света не видеть!; σας ορκίζομαι στην ψυχή της μάννας μου! клянусь памятью своей матери!; § δεν φταίω σε τίποτα я ни в чём не виноват; σε τί μού χρησιμεύει αυτό; какая мне польза от этого?; στ' αστεία или στα χωρατά в шутку; από καιρό σε καιρό временами; τό έχω σε καλό (κακό) να... считать хорошей (плохой) приметой; τό έχω σε ντροπή να... считать неудобным для себя, стесняться...; τό έχει σε ντροπή να πηγαίνει περίπατο μόνη της она стесняется гулять одна; να μού (τού, της κ.λ,π.) βγεί αυτό σε καλό (κακό) заканчиваться, оборачиваться хорошо (плохо) для меня (тебя, его и т. д.); πολύ γελάσαμε σε καλό δεν θα μας βγει много смеяться — не к добру для нас; II. με νβν. 1) (при обознач, лица, с которым имеют дело) у; к; δουλεύω στού θείου μου я работаю у дяди; πάω στού ράφτη иду к портному; 2) (при обознач, места) у; πόλεμος στού Λάλα бой у деревни Лала σε2
    II αίτιατ. от συ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σας!

  • 5 σάς

    σά̱ς, σός
    thy: fem acc pl

    Morphologia Graeca > σάς

  • 6 σας

    vous

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > σας

  • 7 σας

    ty zaim.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > σας

  • 8 σας

    1) you
    2) your

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σας

  • 9 Λάσπη η δουλειά σας...

    Λάσπη η δουλειά μας (σας...)
    Дело дрянь
    Дела, как сажа бела
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λάσπη η δουλειά σας...

  • 10 vous

    σας

    Dictionnaire Français-Grec > vous

  • 11 your

    σας

    English-Greek new dictionary > your

  • 12 ваш

    -его α., ваша, -ей θ., ваше, -его ουδ. πλθ. ваши, -их.
    κτητ. αντων. δικός σας, δική σας, δικό σας•

    ваш дом το σπίτι σας•

    ваша книга το βιβλίο σας•

    ваше поле το χωράφι σας.

    || ως κατηγ. это дело ваше αυτό είναι δική σας υπόθεση•

    ваше мнение? η γνώμη μη σας;•

    по -ему мнению κατά τη γνώμη σας.

    εκφρ.
    ваш – (στο τέλος επιστολής) δικός σας•
    - е благородие – η ευγένεια σας•
    - е превосходительство – η εξοχότητά σας•
    - е сиятельство – η εκλαμπρότητά σας.

    Большой русско-греческий словарь > ваш

  • 13 ваш

    ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;
    * * *
    (ваша, ваше, ваши)

    э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο

    ваш оте́ц — ο πατέρας σας

    ваши дома́шние — οι δικοί σας

    где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας

    Русско-греческий словарь > ваш

  • 14 вы

    вы (вас, вам, вами, о вас ) εσείς вы готовы? είστε έτοι μοι; вы там будете? θα είστε εκεί; это сделали мы, а не вы το κάναμε εμείς, όχι σεις* у вас есть (нет ) έχετε (δεν έχετε) для вас για σας' это вам? είναι για σας; это при надлежит вам αυτό σας ανή κει я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω он вами доволен είναι ευχαριστημένος μαζί σας; он нам расскажет о вас θα μας μιλήσει για σας
    * * *
    (вас, вам, вами, о вас)

    вы гото́вы? — είστε έτοιμοι

    вы там бу́дете? — θα είστε εκεί

    э́то сде́лали мы, а не вы — το κάναμε εμείς, όχι σεις

    э́то вам? — είναι για σας

    э́то принадлежи́т вам — αυτό σας ανήκει

    он ва́ми доволе́н — είναι ευχαριστημένος μαζί σας

    он нам расска́жет — о вас θα μας μιλήσει για σας

    Русско-греческий словарь > вы

  • 15 ваш

    ваш
    (ваша, ваше, ваши)
    1. мест, при-тяж. σας/(1)δικός σας, (Ι)δική σας, (ί)δι-κό[ν] σας (в качестве сказуемого):
    эта книга моя, а эта \ваша αὐτό τό βιβλίο εἶναι (ί)δικό ιϊου, καί αὐτό εἶναι τό ©δικό σας;.\ваш дом τό σπίτι σας; к \вашим услу́гам εἶμαι στή διάθεσή σας; по \вашему мнению κατά τή γνώμη σας; по \вашему желанию ὅπως ἐπιθυμείτε, ὀπως σᾶς ἀρέσει; это \ваше дело αὐτό εἰνε δική σας δουλειά, αὐτό ἀφορα ἐσᾶς;
    2. сущ. \ваши мн. (домашние) οἱ δικοί σας, οἱ συγγενείς σας.

    Русско-новогреческий словарь > ваш

  • 16 вы

    (вас, вам, вас, вами, о вас) πλθ. της προσ. αντων. β’ προσώπου «ты» έσεις•

    это вы? εσείς είστε;•

    вчера вас не было дома χτες δεν ήσαστε σπίτι•

    благодарю вас σας ευχαριστώ•

    что с вами? τι έχετε; τι πάθατε; τι σας συνέβη;•

    какое вам дело τι σας ενδιαφέρει, τι σας νοιάζει, τι σας μέλει•

    я вами недоволен δεν είμαι ικανοποιημένος από σας•

    о вас много говорят γιά σας πολλά λένε•

    быть с кем на вы δεν έχω πολλές σχέσεις (θάρρος, οικειότητα) με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > вы

  • 17 звать

    звать 1) καλώ, φωνάζω' вас зовут σας καλούν, σας φωνάζουν 2) (называть) ονομάζω как вас зовут? πώς σας λένε; меня зовут... με λένε... 3) (приглашать) καλώ, προσκαλώ
    * * *
    1) καλώ, φωνάζω

    вас зову́т — σας καλούν, σας φωνάζουν

    2) ( называть) ονομάζω

    как вас зову́т? — πώς σας λένε

    меня́ зову́т... — με λένε...

    3) ( приглашать) καλώ, προσκαλώ

    Русско-греческий словарь > звать

  • 18 я

    я (меня, мне. мной, мною, обо мне) εγώ; я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω; у меня есть (нет)... ( δεν) έχω...· для меня για μένα; дайте мне... δώστε μου...· это мне? είναι για μένα; это принадлежит мне αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ' εμένα; возьмите меня с собой πάρτε με μαζί σας; он мною доволен είναι ευχαριστημένος μαζί μου;. он расскажет вам обо мне θα σας μιλήσει για μένα
    * * *
    (меня, мне, мной, мною, обо мне)

    я рад вас ви́деть — χαίρω που σας βλέπω

    у меня́ есть (нет)... — (δεν) έχω…

    для меня́ — για μένα

    да́йте мне... — δώστε μου…

    э́то мне? — είναι για μένα

    э́то принадлежи́т мне — αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ'εμένα

    возьми́те меня́ с собо́й — πάρτε με μαζί σας

    он мно́ю дово́лен — είναι ευχαριστημένος μαζί μου

    он расска́жет вам обо мне́ — θα σας μιλήσει για μένα

    Русско-греческий словарь > я

  • 19 въесться

    въесться
    сов см. въедаться. въехать сов см. въезжать. вы (вас, вам, вами, о вас) мест, личн. (έ)σεϊς, ὑμεϊς:
    благодарю вас σᾶς εὐχαριστῶ· я жду вас завтра θά σᾶς περιμένω αὐριο· я хотела вам сказать ήθελα νά σας πῶ· какое вам дело? τι σάς νοιάζει;, τί σας ἐνδιαφέρει;· что с вами? τί Εχετε;, τί πάθατε;· я много о вас слышала ἄκουσα πολλά γιά σας· быть с кем-л. на «вы» μιλῶ μέ κάποιον στον πληθυντικό.

    Русско-новогреческий словарь > въесться

  • 20 пожалуйста

    μόριο (ευγενικής έκφρασης)• σας παρακαλώ, αν ευαρεστήστε, αν έχετε την καλοσύνη•

    дайте, пожалуйста, воды δόστε μου, σας παρακαλώ, νερό•

    возьмите, пожалуйста, ещё кусочек πάρτε, σας παρακαλώ, ακόμα ένα κομματάκι•

    садитесь, пожалуйста καθήστε, σας παρακαλώ.

    || (για ευγενικό τρόπο συγκατάθεσης, συμφωνίας)• ωρίστε, με ευαρέστηση, παρακαλώ•

    может, дадите мне ваш карандаш? – пожалуйста! μήπως, θα μου δόσετε το μολύβι σας; – ωρίστε!

    εκφρ.
    скажите пожалуйста – (παρνθ. λ.) πέστε σας παρακαλώ (γΐ,α θαυμασμό, αγανάκτηση).

    Большой русско-греческий словарь > пожалуйста

См. также в других словарях:

  • σας — I κτητ. αντων. β πληθ. προσώπου: Ο γιος σας δεν παρακολουθεί τακτικά τα μαθήματα. II προσωπική αντων. β πληθ. προσώπου, αντί εσάς: Σας είδα χτες στον κινηματογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σᾶς — σής moth masc acc pl (doric aeolic) σός thy fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάς — σά̱ς , σός thy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded …   Wikipedia

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυτιλήνης — Η αρχαιολογική συλλογή του Μουσείου Μυτιλήνης στεγάζεται σε δύο κτίρια. Το παλαιότερο (Αργύρη Εφταλιώτη 7 & 8ης Νοεμβρίου) στεγάζει ευρήματα από τα προϊστορικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ στο νεότερο (8ης Νοεμβρίου) παρουσιάζονται ευρήματα των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Очи чёрные — …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»