Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βεβαιώνω

  • 1 βεβαιώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) уверять, заверять (в чём-л.);

    σας βεβαιώνω ότι... — уверяю вас, что...;

    2) подтверждать, удосто- верять;

    βεβαι τα καταγγελλόμενα — подтверждать обвинение;

    βεβαιώνω τό γνήσιο της υπογραφής — заверять, удостоверять подпись;

    βεβαιώνω τό γεγονός — подтверждать факт;

    3) устанавливать, определять (налоги, доходы);

    βεβαιώνομαι [-ούμαι]

    1) — уверяться, убеждаться;

    2) подтверждаться, удостоверяться;

    τα βεβαιωθέντα κέρδη — установленные прибыли (зарегистрированные государством)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βεβαιώνω

  • 2 βεβαιώνω

    [вэвэоно] р. уверять, заверять, подтверждать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βεβαιώνω

  • 3 βεβαιώνω

    [вэвэоно] ρ уверять, заверять, подтверждать.

    Эллино-русский словарь > βεβαιώνω

  • 4 ρ. совершенствовать επ.ξεργασία

    [эпексергасия] ουσ. Θ. совершенствование επ.ρώτηση [эперотиси] ουσ. θ. запрос επ.τειος [эпэтиос] ουσ. θ. годовщина. επ.τηρίδα [эпетирида] ουσ. θ. ежегодник επ.υφημώ [эпэффимо] ρ. одобрять, рукоплескать, επ.ρεάζω [эпирэфзо] ρ. оказывать влияние, επ.βάλλω [эпивалло] ρ. накладывать, возлагать, επ.βάρυνση [эпиваринси] ουσ. Θ. отягощение, обременение, επ.βαρυντικός [эпивариндикос] επ. отягощающий, обременительный, επ.βαρύνω [эпиварино] р. отягощать, обременять, επ.βάτης [эпивагис] ουσ. а. пассажир. επ.βεβαιώνω [эпивэвэоно] р. подтверждать. επ.βεβαίωση [эпивэвэоси] ουσ. Θ. подтверждение, επ.βιβάζω [эпививазо] р. сажать, грузить, επ.βίβαση [эпививаси] ουσ. Θ. посадка, погрузка, επ.βλαβής [эпивлавис] επ. вредный. επ.βλέπω [эпивлэпо] р. присматривать, επ.βλεψη [эпивлэпси] ουσ. Θ. присмотр. επ.βλητικός [эпивлитикос] επ. внушающий почтение, настоятельный. επ.βληπκότητα [эпивлкгикотига] ουσ. Θ. внушительность, настоятельность, επ.βολή [эпиволи] ουσ. Θ. накладывние, возлагание. επ.βουλεύομαι [эпивулэвомэ] р. составлять замысел, замышлять επ.βουλή [эпивули] ουσ. Θ. заговор, замысел, επ.βουλος [эпивулос] επ. злоумышленный, предательский επ.βράβευση [эпивравэфси] ουσ. Θ. награждение, вознаграждение, επ.βραβεύω [эпивравэво] р. награждать, вознаграждать, επ.δεικνύω [епидикнио] р. указывать επ.δειξη [эпидикси] ουσ. Θ. показное проявление επ.δέξιος [эпидэксиос] εκ. ловкий, искусный, επ.δεξιότητα [эпидэксиотита] ουσ. Θ. ловкость, искусность, επ.δερμίδα [эпидэрмида] ουσ. Θ. кожа επ.δερμικός [эпидэрмикос] εκ. накожный. επ.δεσμος [эпидэзмос] ουσ. а. повязка. επ.δημία [эпидимиа] ουσ. θ. эпидемия. επ.δημικός [элидимикос] επ. эпидемический, επ.διορθώνω [эпидиортоно] р. поправлять, ремонтировать, επ.διόρθωση [эпидиортоси] ουσ. Θ. починка, ремонт, επ.διώκω [эпкциоко] р. добиваться, стремиться, επ.δίωξη [эпидиокси] ουσ. Θ. стремление. επ.δοκιμόιζω [эпидокимазо] р. одобрять. επ.δοκιμασία [эпндокимасиа] ουσ. Θ. одобрение. ея!вокцкнл1М^ [эпиаокимасшкос]εκ. одобрительный, επ.δομα [эпидома] ουσ. о. пособие. επ.δοξος [эпидоксос] εκ. вероятный, предполагаемый, επ.δόρπιο [эпидорпио] ουσ. о. десерт. επ.δοση [эписоди] ουσ. Θ. преуспевание. επ.δρομέας [эпндромэас] ουσ. а. захватчик, агрессор, επ.δρομή [эпидроми] ουσ. Θ. вторжение, агрессия, επ.είκεια [эпиикиа] ουσ. Θ. снисходительность, επ.εικής [эпиикис] εκ. снисходительный, επ.ζήμιος [эпизимиос] εκ. убытотчньгй, приносящий ущерб επ.θεμα [эпитэма] ουσ. о. компресс. επ.θεση [эпитэси] ουσ. Θ. нападение, агрессия, επ.θετικός [эпитэтикос] εκ. наступательный, агрессивный, επ.θετικότητα [эпитэтикотита] ουσ. Θ. агрессивность, επ.θετο [эпитэто] ουσ. о. (γραμ.) прилагательное,end фамилия, επ.θεώρηση [эпифеориси] ουσ. Θ. обозрение επ.θεωρητής [эпифеоритис] ουσ. а. обозреватель επ.θεωρώ [эпифеоро] р. делать обзор επ.θυμητός [эпитимитос] εκ. желательный, желанный, επ.θυμία [эпитимиа] ουσ. Θ. желание. επ.θυμώ [эпитимо] р. желать, хотеть. επ.καιρο [эпикеро] ουσ. о. своевременность, уместность, επ.καιρος [эпикерос] εκ. своевременный, уместный, επ.καιρότητα [епикеротита] ουσ. Θ. своевременность επ.καρπία [эпикарпиа] ουσ. Θ. пользование, употребление επ.κεντρο [эпикентро] ουσ. о. эпицентр. επ.κερδής [эпикердис] εκ. прибыльный, доходный, επ.κεφαλίδα [эпикефалнда] ουσ. Θ. заголовок, заглавие, επ.κήδειος [эпикидиос] εκ. похоронный, погребальный, επ.κίνδυνα [эпикиндина] εκίρ. опасно επ.κίνδυνος [эпикиндинос] εκ. опасный, рискованный, επ.κοινωνία [эпикинониа] ουσ. Θ. сообщение, связь, общение, επ.κοινωνώ [эпикиноно] р. иметь связь, общаться, επ.κόλληση [эпиколлиси] ουσ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρ. совершенствовать επ.ξεργασία

См. также в других словарях:

  • βεβαιώνω — βεβαιώνω, βεβαίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • βεβαιώνω — ωσα, ώθηκα, βεβαιωμένος 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, διαβεβαιώνω: Ο θάνατός του βεβαιώθηκε από το γιατρό. 2. υπόσχομαι, εξασφαλίζω υπεύθυνα: Σας βεβαιώνω ότι το παιδί σας θα διοριστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβεβαιώνω — (AM διαβεβαιῶ) 1. βεβαιώνω ρητά, επιβεβαιώνω κάτι 2. βεβαιώνω κάτι με πειστικότητα 3. υπόσχομαι με βεβαιότητα αρχ. (συνήθ. το μέσ. ως αποθ.) διαβεβαιοῦμαι βεβαιώνω με επιμονή, υποστηρίζω κάτι ως βέβαιο και αναμφισβήτητο …   Dictionary of Greek

  • επιβεβαιώνω — επιβεβαίωσα, επιβεβαιώθηκα, επιβεβαιωμένος, μτβ. 1. βεβαιώνω κι εγώ αυτό που βεβαιώθηκε από άλλους ή βεβαιώνω κάτι ύστερα, επικυρώνω. 2. το μέσ., επιβεβαιώνομαι αποδείχνομαι αληθινός, δικαιώνομαι, επαληθεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπογράφω — υπόγραψα και υπέγραψα, υπογράφ(τ)ηκα, υπογραμμένος 1. βάζω την υπογραφή μου κάτω από το κείμενο ως απόδειξη ότι αποδέχομαι ή βεβαιώνω το περιεχόμενό του. Το ψήφισμα υπογράφτηκε απ όλους τους συνέδρους. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου συμφωνία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • αβεβαίωτος — η, ο [βεβαιώνω] 1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος 2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… …   Dictionary of Greek

  • αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανθυπόμνυμι — ἀνθυπόμνυμι (Α) [υπόμνυμι] βεβαιώνω με όρκο το αντίθετο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»