Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βατράχιον

См. также в других словарях:

  • βατράχιον — Ranunculus neut nom/voc/acc sg βατράχριον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατραχίου — βατράχιον Ranunculus neut gen sg βατράχριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατραχίων — βατράχιον Ranunculus neut gen pl βατράχριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατραχίῳ — βατράχιον Ranunculus neut dat sg βατράχριον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατράχια — βατράχιον Ranunculus neut nom/voc/acc pl βατράχριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • βατράχι — και βατράχιο, το (AM βατράχιον) 1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι 2. βάτραχος 3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του 4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος | | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • γελωτοποιός — Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια …   Dictionary of Greek

  • γκιρίτι — το το φυτό βατράχιον, νεραγκούλα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»