Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σμύρνιον

См. также в других словарях:

  • σμύρνιον — Cretan alexanders neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυρνίου — σμύρνιον Cretan alexanders neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυρνίων — σμύρνιον Cretan alexanders neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυρνίῳ — σμύρνιον Cretan alexanders neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμύρνια — σμύρνιον Cretan alexanders neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SMYRNIUM — Graecis veterib. σμύρνειον, recentioribus σμύρνιον, sequentibus σμυρνοβότανον, herba est evius radix odorem resipit τῆς σμύρνης, i. e. myrrhae, et lacrimam quoque huic similem emittit, quam veram esse myrrham quidam contendebat, imo ipsâ myrrhâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πικροσταφίδα — η, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία σμύρνιον το μελανοσέλινον ποώδες φυτό …   Dictionary of Greek

  • σμύρνιο — το / σμύρνιον, ΝΑ [σμύρνα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα τής τάξης κορνώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 4, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»