-
1 κατασταλτικος
-
2 κατασταλτικός
κατασταλτικόςfitted for checking: masc nom sg -
3 κατασταλτικός
A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19;ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4
, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2;κ. φάρμακα Gal.14.763
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασταλτικός
-
4 κατασταλτικός
κατα-σταλτικός, ή, όν, geeignet zurückzuhalten, zu hemmen, hemmend -
5 κατασταλτικά
κατασταλτικόςfitted for checking: neut nom /voc /acc plκατασταλτικά̱, κατασταλτικόςfitted for checking: fem nom /voc /acc dualκατασταλτικά̱, κατασταλτικόςfitted for checking: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 κατασταλτικώτερον
κατασταλτικόςfitted for checking: adverbial compκατασταλτικόςfitted for checking: masc acc comp sgκατασταλτικόςfitted for checking: neut nom /voc /acc comp sg -
7 κατασταλτικόν
κατασταλτικόςfitted for checking: masc acc sgκατασταλτικόςfitted for checking: neut nom /voc /acc sg -
8 κατασταλτική
κατασταλτικόςfitted for checking: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 κατασταλτικήν
κατασταλτικόςfitted for checking: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 κατασταλτικών
κατασταλτικόςfitted for checking: fem gen plκατασταλτικόςfitted for checking: masc /neut gen pl -
11 κατασταλτικῶν
κατασταλτικόςfitted for checking: fem gen plκατασταλτικόςfitted for checking: masc /neut gen pl -
12 κατασταλτικοίς
-
13 κατασταλτικοῖς
См. также в других словарях:
κατασταλτικός — fitted for checking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτικός — ή, ό (AM κατασταλτικός, ή, όν) [καταστέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος») νεοελλ. κατευναστικός, καταπραϋντικός αρχ. ήσυχος,… … Dictionary of Greek
κατασταλτικός — ή, ό επίρρ. ά ανασταλτικός, ανασχετικός, αυτός που μπορεί να καταστέλλει: Ενέργησε σαν μια κατασταλτική δύναμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασταλτικά — κατασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc pl κατασταλτικά̱ , κατασταλτικός fitted for checking fem nom/voc/acc dual κατασταλτικά̱ , κατασταλτικός fitted for checking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτικώτερον — κατασταλτικός fitted for checking adverbial comp κατασταλτικός fitted for checking masc acc comp sg κατασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτικῶν — κατασταλτικός fitted for checking fem gen pl κατασταλτικός fitted for checking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτικόν — κατασταλτικός fitted for checking masc acc sg κατασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτικοῖς — κατασταλτικός fitted for checking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτική — κατασταλτικός fitted for checking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασταλτικήν — κατασταλτικός fitted for checking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… … Dictionary of Greek