Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατασταλτικός

См. также в других словарях:

  • κατασταλτικός — fitted for checking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτικός — ή, ό (AM κατασταλτικός, ή, όν) [καταστέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος») νεοελλ. κατευναστικός, καταπραϋντικός αρχ. ήσυχος,… …   Dictionary of Greek

  • κατασταλτικός — ή, ό επίρρ. ά ανασταλτικός, ανασχετικός, αυτός που μπορεί να καταστέλλει: Ενέργησε σαν μια κατασταλτική δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασταλτικά — κατασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc pl κατασταλτικά̱ , κατασταλτικός fitted for checking fem nom/voc/acc dual κατασταλτικά̱ , κατασταλτικός fitted for checking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτικώτερον — κατασταλτικός fitted for checking adverbial comp κατασταλτικός fitted for checking masc acc comp sg κατασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτικῶν — κατασταλτικός fitted for checking fem gen pl κατασταλτικός fitted for checking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτικόν — κατασταλτικός fitted for checking masc acc sg κατασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτικοῖς — κατασταλτικός fitted for checking masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτική — κατασταλτικός fitted for checking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασταλτικήν — κατασταλτικός fitted for checking fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐφεκτικός, ή, όν) [επέχω] 1. επιφυλακτικός, διστακτικός, αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει κάτι, ο αναποφάσιστος 2. φρ. «εφεκτικοί φιλόσοφοι» αυτοί που φρονούν ότι η γνώση είναι κάτι το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»