-
1 γελωτο-ποιός
γελωτο-ποιός, Lachen erregend, Aesch. frg. bei Ath. I, 17 c; ὁ, Possenreißer, Plat. Rep. X, 620 c u. Folgde.
-
2 γελωτοποιός
γελωτο-ποιός, όν,II as Subst., jester, buffoon, X.An.7.3.33, Smp.1.11, Pl.R. 620c.2 = βατράχιον 11 (because it produced a wry face), Ps.-Dsc.2.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελωτοποιός
-
3 γελωτοποιός
γελωτο-ποιός, Lachen erregend; Possenreißer -
4 γελωτοποιος
I3возбуждающий смех, смехотворный Aesch.IIὅ шутник, балагур, шут Xen., Plat., Polyb., Plut., Diod.
См. также в других словарях:
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κρηπιδοποιός — κρηπιδοποιός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο ποιός, οψο ποιός] … Dictionary of Greek