Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γελωτο-ποιός

См. также в других словарях:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδοποιός — κρηπιδοποιός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο ποιός, οψο ποιός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»