-
1 harceler
βασανίζω -
2 tourmenter
βασανίζω -
3 mučit
βασανίζω -
4 sužovat
βασανίζω -
5 trápit
βασανίζω -
6 dręczyć
βασανίζω -
7 katować
βασανίζω -
8 męczyć
βασανίζω -
9 томить
том||и́тьнесов1. βασανίζω, καταπονώ:\томить голодом βασανίζω μέ τήν πείνα· \томить молчанием βασανίζω μέ τή σιωπή μου·2. кул. ψήνω σέ κατσαρόλα:\томить жаркое ψήνω ψητό κατσαρόλας. -
10 мучить
-
11 угнетать
-
12 резать
режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -оρ.δ.μ.1. κόβω, τέμνω•резать хлеб κόβω ψωμί•
резать мясо κόβω κρέας•
резать металл κόβω μέταλλο.
|| διαχωρίζω•дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.
|| αυλακώνω•лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.
2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•
резать нарыв σχίζω το απόστημα.
3. αμ. κόβω•нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.
4. σφάζω•резать кур σφάζω τις κότες.
|| κατασχίζω, κατασπαράζω•резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.
5. βλ. вырезать (2 σημ.).6. βλ. гравировать.7. προξενώ οξύ πόνο•ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•
вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•
в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.
|| μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•
резать сознание τύπτω τη συνείδηση.
8. απορρίπτω•резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.
9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.επιτακτική•так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•
режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•
пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•
свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.
11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.εκφρ.резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.1. κόβομαι.2. βλ. прорезаться (2 σημ.).3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.). -
13 гнести
гнести́несов πιέζω, βασανίζω:его гнетет тоска τόν βασανίζει ἡ στενοχώρια. -
14 глодать
глодатьнесов1. γλύφω, τραγανίζω·2. перен βασανίζω, τρώγω:тоска его́ гложет τόν τρώγει ἡ στενοχώρια. -
15 грызть
грызтьнесов1. ροκανίζω, τραγανίζω/ γριτσανίζω, ξεκοκκαλίζω (кость)! δαγκώνω (кусать):\грызть но́гти τρώγω τά νύχια μου·2. перен λυώνω, βασανίζω, μαραίνω (о тоске, беспокойстве)! ἐνοχλῶ, τρώγω μέ τή γκρίνια μου (изводить). -
16 дергать
дерг||атьнесов1. (за что-л.) τραβώ, σέρνω, σύρω·2. (выдергивать) ξεριζώνω, ἀποσπῶ, ἐκριζώνω·3. перец. (беспокоить) βασανίζω, ἐνοχλώ·4. беи. (о боли):у меня \дергатьает палец μέ σου· βλίζει τό δάκτυλο· ◊ \дергатьаться συσπώμαι τινάζομαι (при судорогах):у меня\дергатьает с я глаз παίζει τό μάτι μου. -
17 заботить
забот||итьнесов ἀνησυχώ (μετ.)! βασανίζω (мучить):это его́ мало \заботитьит αὐτό λίγο τόν ἀνησυχεί. -
18 задергать
задергатьсов1. (начать дергать) ἀρχίζω νά τραβῶ·2. (измучить) разг καταπονώ, βασανίζω, τυραννώ. -
19 заедать
заедатьнесов1. (загрызать) τρώγω· 2, перен κατατρώγω, βασανίζω:его́ заела тоска τόν ἔφαγε ἡ στενοχώρια·3. (закусывать что-л. чем-л.) τρώγω·4. (застопориваться) μαγκώνω, πιάνω (άμετ.). -
20 замучить
замучитьсов1. βασανίζω, τυραννώ:\замучить до смерти σκοτώνω μέ βασανιστήρια·2. (утомить) ξεθεώνω, κουράζω, ξελι-γώνω.
См. также в других словарях:
βασανίζω — rub upon the touch stone pres subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίζω — βασανίζω, βασάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη … Dictionary of Greek
βασανίζω — ισα, ίστηκα, βασανισμένος 1. κάνω σε κάποιον βασανιστήρια, κακοποιώ, παιδεύω, τυραννώ: Μη βασανίζεις το ζώο! 2. εξετάζω κάτι σχολαστικά, με λεπτομέρεια: Βασάνισα το θέμα πολύ ώσπου ν’ αποφασίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασανίζετε — βασανίζω rub upon the touch stone pres imperat act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίζῃ — βασανίζω rub upon the touch stone pres subj mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσει — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσουσι — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd pl (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσω — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσῃ — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβασανισμένα — βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)