-
21 измучить
изму́ч||итьсов βασανίζω, καταπονώ, ταλαιπωρώ / ἐξασθενώ, ξεθεὠνω (утомить). -
22 истязать
истяза||тьнесов βασανίζω, ὑποβάλλω σέ μαρτύριο[ν], ταλαιπωρώ. -
23 казнить
казнитьсов и несов1. ἐκτελώ, θανατώνω, θανατῶ·2. перен βασανίζω. -
24 морить
моритьнесов1. (уничтожать) ἐξοντώνω, ἀφανίζω / φαρμακώνω (травить)·2. (мучить) разг βασανίζω, ξεθεωνω:\морить голодом ξεθεώνω στήν πείνα·3. (дерево) βάφω (ξύλο). -
25 мучение
мучени||ес τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο:подвергнуть \мучениеям βασανίζω, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια· испытывать \мучениея βασανίζομαι· с ним одно \мучение αὐτός εἶναι πραγματικό βάσανο. -
26 мучить
мучитьнесов βασανίζω, τυραννώ, πι-λατεύω, παιδεύω. -
27 преследовать
преследоватьнесов1. καταδιώκω, κυνηγώ:\преследовать зверя θηρεύω, κυνηγώ· \преследовать врага по пятам καταδιώκω τόν ἐχθρό κατά πόδας·2. (подвергать гонениям) διώκω, κατατρέχω·3. (о законе) διώκω:\преследовать в судебном порядке διώκω ποινικώς·4. (донимать\преследовать о мыслях и т. п.) κυνηγώ, καταδιώκω, βασανίζω:эта мысль \преследоватьует меня ἡ ίδέα αὐτη μέ καταδιώκει·5. (стремиться к чему-л.) ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ:\преследовать цель ἐπιδιώκω, ἀποσκοπώ, ἀποβλέπω· \преследовать собственные интересы ἐπιδιώκω τά ἀτομικά μου συμφέροντα -
28 пытать
пытатьнесов (подвергать пытке) βασανίζω, τυραννώ. -
29 пытка
пытк||аж1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία. -
30 терзать
терза́||тьнесов1. (ξε)σχίζω·2. перен βα· σανίζω, τυραννώ:\терзатьть ду́шу τυραννώ (или βασανίζω) τήν ψυχή· \терзатьться βασανίζομαι, τυραννιέμαι:\терзатьться сомнениями μέ βασανίζουν οἱ ἀμφιβολίες. -
31 тиранить
тиран||итьнесов τυραννώ, βασανίζω:\тиранитьить кого́-л. τυραννώ κάποιον. -
32 точить
точитьнесов1. (делать острым) ἀκονίζο, τροχίζω:\точить нож ἀκονίζω τό μαχαίρι· \точить карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (на токарном станке) τορνεύω·3. (проедать, повреждать что-либо) τρώγω, διαβιβρώρχω, σαρακοτρώγω, φθείρω:червь точит дерево τό σαράκι τρώει τό ξύλο· ржа́вчина то́чит железо ἡ σκουριά φθείρει τό σίδερο· вода точит камень τό νερό τρώει τήν πέτρά4. перен (мучить) τρώ(γ)ω, βασανίζω:ее то́чит го́ре τήν τρώει ὁ καημός· ◊ \точить зу́бы на кого́-л. ἔχω στό ᾶχτΐ κάποιον. -
33 угнетать
угнет||атьнесов1. καταπιέζω·2. перен βασανίζω, στενοχωρώ:неизвестность \угнетатьа́ла его́ τό ἄγνωοτο τόν βασάνιζε. -
34 afflict
[ə'flikt](to give pain or distress to (a person etc): She is continually afflicted by/with headaches.) βασανίζω -
35 ail
[eil]1) (to be ill: The old lady has been ailing for some time.) πάσχω2) (to trouble: What ails you?) βασανίζω•- ailment -
36 harry
['hæri](to torment or worry frequently.) βασανίζω -
37 obsess
[əb'ses](to occupy (someone's mind) too much: He is obsessed by the fear of death.) διακατέχω, κατατρέχω, βασανίζω- obsessional
- obsessive
- obsessively
- obsessiveness -
38 plague
[pleiɡ] 1. noun1) (especially formerly, an extremely infectious and deadly disease, especially one carried by fleas from rats.) πανούκλα2) (a large and annoying quantity: a plague of flies.) μάστιγα,πληγή2. verb(to annoy or pester continually or frequently: The child was plaguing her with questions.) ενοχλώ,βασανίζω,μαστίζω -
39 prey on
(to attack as prey: Hawks prey upon smaller birds.) κυνηγώ, πιάνω και τρώω/ λυμαίνομαι/ βασανίζω -
40 tantalise
(to tease or torment (a person etc) by making him want something he cannot have and by keeping it just beyond his reach: The expensive clothes in the shop-window tantalized her.) βασανίζω, σκανδαλίζω- tantalising
См. также в других словарях:
βασανίζω — rub upon the touch stone pres subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίζω — βασανίζω, βασάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη … Dictionary of Greek
βασανίζω — ισα, ίστηκα, βασανισμένος 1. κάνω σε κάποιον βασανιστήρια, κακοποιώ, παιδεύω, τυραννώ: Μη βασανίζεις το ζώο! 2. εξετάζω κάτι σχολαστικά, με λεπτομέρεια: Βασάνισα το θέμα πολύ ώσπου ν’ αποφασίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασανίζετε — βασανίζω rub upon the touch stone pres imperat act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίζῃ — βασανίζω rub upon the touch stone pres subj mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσει — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσουσι — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd pl (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσω — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσῃ — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβασανισμένα — βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)