-
101 растерзать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерзанный, βρ: -зан, -а, -о.1. κατασπαράζω, κατασχίζω, καταζεσχίζω•волки -ли овцу οι λύκοι κατασπάραξαν την προβατίνα.
|| κουρελιάζω•растерзать рубашку κατασχίζω το πουκάμισο.
2. μτφ. κατασυντρίβω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (ψυχικά, ηθικά)•горе -ло мне сердце η στενοχώρια μου κατασυντριψε την καρδιά.
-
102 скрести
скребу, скребшь, παρλθ. χρ. скрб, скребла, -ло ρ.δ.1. ξύνω, αποξέω• ροκανίζω, γριτσανίζω.2. μτφ. βασανίζω, κατατρύχω• τύπτω• τρώγω.εκφρ.на душе ή на сердце кошки -бут; -бт на душе ή на сердце – με τρώει το σαράκι στην καρδιά (με κατατρύχει).ξύνω• γριτσανίζω• ροκανίζω•собака за дверью -бётся το σκυλί στην πόρτα γριτσανίζει•
в углу мышь -бётся στη γωνία ποντίκι γριτσανίζει.
-
103 снедать
ρ.δ.μ.1. παλ. εσθίω, τρώγω.2. μτφ. (γραπ. λόγος) κατατρύχω, βασανίζω•тоска её -ет την τρώει η θλίψη.
τρώγομαι. -
104 сосать
сосу, сосёшь-ρ.δ.μ.1. βυζαίνω•ребнок сост молоко το βρέφος βυζαίνει γάλα.
|| γλείφω, πιπιλίζω•сосать конфету πιπιλίζω την καραμέλα.
|| μτφ. μυζώ, απομυζώ•сосать палец βυζαίνω το δάχτυλο.
|| ρουφώ•сосать чай ρουφώ το τσάι.
|| πίνω•пиявка сосёт кровь η βδέλλα πίνει (ρουφά) το αίμα.
2. (για φυτά, ρίζες) εκμυζώ. || αποσπώ χρήματα επιτήδεια.3. κόβει η λόρδα, πονά το στομάχι από την πείνα, εξάντληση.4. μτφ. βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω•тоска сост сердце η θλίψη μου τρώει την καρδιά.
1. βυζαίνω, θηλάζω.2. εκμυζούμαι• απομυζούμαι. -
105 сушить
сушу, сушишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сушенный, βρ: -шен -а, -оρ.δ.μ.1. ξηραίνω, στεγνώνω•сушить бель στεγνώνω τα ρούχα•
-сено ξηραίνω το χόρτο•
сушить на солнце ξηραίνω στον ήλιο (λιάζω)•
сушить фрукты ξηραίνω φρούτα.
|| αποξηραίνω (βαλτώδη εδάφη).2. μτφ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, εξαντλώ• βασανίζω3. μτφ. κάνω αδιάφορο, απροσήγορο, άχαρο, τυπικό.εκφρ.сушить всла – δεν κωπηλατώ (κρατώ τα κουπιά πάνω από το νερό).ξηραίνομαι, στεγνώνω κλπ. ρ, ενεργ. φ. -
106 съесть
съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. τρώγω•съесть суп τρώγω σούπα•
съесть яблоко τρώγω μήλο.
|| μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.2. κατατρώγω•сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.
|| κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).3. βλ. есть 1 (2 σημ.).4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.
|| βασανίζω, τυραννώ•зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•
тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.
5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.εκφρ.съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή. -
107 терзать
ρ.δ.1. ξεσχίζω•волк -ает ягннка ο λύκος ξεσχίζει το αρνάκι.
2. μτφ. βασανίζω, τυραννώ (σωματικά ή ηθικά)• κατατρύχω.1. ξεσχίζομαι.2. βασανίζομαι, τυραννιέμαι• κατατρύχομαι. -
108 тиранить
-ню, -нишьρ.δ. τυραννώ, βασανίζω• καταπιέζω. || παλ. χτυπώ, υποβάλλω σε βασανιστήρια. -
109 тиранствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. τυραννώ, βασανίζω, καταπιέζω. -
110 томить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.δ.μ.1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•
томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•
бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.
2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.
1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες. -
111 точить
точить 1точу, точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. точенный βρ: -чен, -а, -оρ.δ.μ.1. τροχίζω, ακονίζω•точить косу τροχίζω την κοσιά•
точить бритву ακονίζω το ξυράφι.
|| ξύνω•точить карандаш ξύνω το μολυβί.
2. τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. || κατασκευάζω, σκαλίζω, λαξεύω.3. (για έντομα) φθείρω, τρώγω, τρυπώ.4. μτφ. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.5. μαλώνω διαρκώς.εκφρ.точить нож на кого – σκευωρώ εναντίον κάποιου, σκέτομαι να βλάψω κάποιον•червь -ит его – τον τρώει το σαράκι (τον κατατρύχει η σκέψη, η ιδέα).1. τροχίζομαι, ακονίζομαι.2. τορνεύομαι. || κατασκευάζομαι, πελεκιέμαι.точить 2точу, точишь ρ.δ.μ. παλ. χύνω•точить слёзы χύνω δάκρυα•
точить кровь χύνω αίμα.
|| διαχέω, σκορπώ•точить свет διαχέω φως.
χύνομαι. || διαχέομαι. -
112 тяготеть
-ею, -ешьρ.δ.1. έλκομαι, τραβιέμαι•луна -еет к земле το φεγγάρι έλκεται από τη γη.
2. τείνω, κλίνω, ρέπω προς•он -еет к музыке αυτός έχει κλίση προς τη μουσική, τον τραβάει η μουσική.
3. ορθώνομαι, υψώνομαι•гора -еет над горизонтом το βουνό υψώνεται στον ορίζοντα.
|| μτφ. βαρύνω, βασανίζω, καταθλίβω• κατατρύχω. || μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ, είμαι ανώτερος. -
113 тяготить
-гощу, -готишьρ.δ.1. βαρύνω, -αίνω•снег -ит кровлю το χιόνι βαραίνει τη στέγη.
|| εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βολικός.2. μτφ. καταπονώ, ενοχλώ•его -ят заботы τον βαρύνουν οι φροντίδες•
одиночество -ло её η μοναξιά την βάρυνε.
|| βασανίζω, τυραννώ• κατατρύχω, τρώγω•его -ит преступление τον κατατρύχει το έγκλημα.
με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει•тяготить одиночеством με τρώει η μοναξιά•
тяготить службой βαριέμαι την υπηρεσία.
-
114 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
115 угнетать
ρ.δ.μ., μτχ. ενστ. угнетающий, βρ: -тающ, -а, -е.1. καταπιέζω, τυραννώ.2. μτφ. βασανίζω, κατατρύχω, τρώγω.καταπιέζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
116 угрызать
ρ.δ.μ.1. βλ..угрызть.2. παλ. βασανίζω, τύπτω• τρώγω•меня -ает совесть με τύπτει η συνείδηση.
με βασαν ίζει, με τύπτει. -
117 уесть
ум, уешь, уест, уедим, уедите, уедят, παρλθ. χρ. уел-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уеденный, βρ: -ден, -а -оρ.σ.μ. (απλ.).1. τρώγω, βασανίζω, τυραννώ,πρήζω το συκώτι, βγάζω την ψυχή.2. τρυπώ, σουβλίζω, κεντρίζω. -
118 уходить
уходить 1ухожу, уходишьρ.δ.1. βλ. уйти.2. εκτείνομαι, τραβώ, πηγαίνω•дорога -ла в лес οδρόμος τραβούσε στο δάσος.
уходить 2-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухоженный, βρ: -жен, -а, -оρ.δ.μ. (απλ.)1. εξασθενίζω, εξαντλώ, λιώνω• βασανίζω, κατατρύχω, τρώγω•-ло его горе τον έλιωνε (τον (έτρωγε)η στενοχώρια.
2. σκοτώνω, θανατώνω• καταστρέφω.1. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμνω• κατακουράζομαι, καταπονούμαι.2. καθησυχάζω, ηρεμίζω, καλμάρω• συνετίζομαι, φρονιμεύω. -
119 afflict
1) βασανίζω2) ταλαιπωρώ -
120 torture
1) βασανίζω2) βασανισμός
См. также в других словарях:
βασανίζω — rub upon the touch stone pres subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίζω — βασανίζω, βασάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη … Dictionary of Greek
βασανίζω — ισα, ίστηκα, βασανισμένος 1. κάνω σε κάποιον βασανιστήρια, κακοποιώ, παιδεύω, τυραννώ: Μη βασανίζεις το ζώο! 2. εξετάζω κάτι σχολαστικά, με λεπτομέρεια: Βασάνισα το θέμα πολύ ώσπου ν’ αποφασίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασανίζετε — βασανίζω rub upon the touch stone pres imperat act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίζῃ — βασανίζω rub upon the touch stone pres subj mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσει — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσουσι — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd pl (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσω — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασανίσῃ — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβασανισμένα — βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)