Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βασανίζω

  • 61 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 62 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 63 долить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило κ. долило, προστκ. долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: долит κ. долит, долита, долито κ. долито
    ρ.σ.μ.
    1. χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα•

    чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό.

    2. απογεμίζω• χύνω ως•

    долить в стакан молока απογεμίζω το ποτήρι με γάλα•

    долить воды до половины бутылки ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού.

    χύνομαι ως, τρέχω, ρέω• χύνομαι ολοκληρωτικά.
    -ит, ρ.δ.μ.
    (παλ. κ. απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω• πιάνω, κυριεύω•

    кашель его -ит τον πιάνει ο βήχας.

    Большой русско-греческий словарь > долить

  • 64 душить

    душу, душишь ρ.δ.μ.
    1. πνίγω, θανατώνω, στραγγαλίζω•

    кошка -ит цыплят η γάτα πνίγει τα πουλάκια.

    || περιορίζω• εκμηδενίζω•

    душить критику πνίγω την κριτική•

    душить свободу στραγγαλίζω τη λευτεριά.

    2. συγκρατώ• σφίγγω•

    смех его -ит τον πνίγει το γέλιο•

    меня -ит кашель με πνίγει ο βήχας•

    меня -ит узкий ворот με σφίγγει ο γιακάς.

    || μτφ. καταπιέζω, βασανίζω, κατατρύχω (για σκέψεις, αισθήματα κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    душить в объятиях – σφιχταγκαλιάζω•
    душить поцелуями – καταφιλώ.
    πνίγομαι.
    душу, душишь
    ρ.δ.μ.
    αρωματίζω.
    αρωματίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > душить

  • 65 есть

    ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.
    1. τρώγω•

    мне хочется есть θέλω νά φάω•

    есть суп τρώγω σούπα•

    есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•

    я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•

    он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.

    || τρωγαλίζω, ροκανίζω.
    2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•

    ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.

    || ερεθίζω•

    дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.

    3. μτφ. βασανίζω•

    его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.

    4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•

    жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    εκφρ.
    есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•
    есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•
    есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).
    1. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.
    2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•

    кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•

    надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•

    я есть (σπάνια) εγώ είμαι.

    3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•

    есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.

    εκφρ.
    есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•
    так и есть – ναι, πραγματικά.
    επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε.

    Большой русско-греческий словарь > есть

  • 66 задёргать

    ρ.σ.μ.
    καταπονώ, βασανίζω, παιδεύω• κατακουράζω.
    ρ.σ.
    αρχίζω να τραβώ.
    αρχίζω να τραβιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > задёргать

  • 67 заклевать

    -клюю, -клюешь, παθ. μτχ,. παρλθ. χρ. заклеванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταραμφίζω, κατατσιμπώ. || βασανίζω, κατατρύχω, τρώγω• αγαναχτώ.
    2. αρχίζω να ραμφίζω.

    Большой русско-греческий словарь > заклевать

  • 68 замаять

    -маю, -маешь ρ.σ.μ. (απλ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ• κατακουράζω, εξαντλώ.
    κατακουράζομαι, εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > замаять

  • 69 замучить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ.
    1. βασανίζω, τυραγνώ•

    его -ли до смерти τον πέθαναν στα βασανιστήρια.

    2. καταπονώ, εξαντλώ, ξεθεώνω, ξεπατώνω•

    его -ли работой τον ξεπάτωσαν στη δουλειά.

    || κατατρύχω•

    совесть -ла его τον κατέτρυχε η συνείδηση.

    κατακουράζομαι, αποκάμω, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > замучить

  • 70 затерзать

    ρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ.

    Большой русско-греческий словарь > затерзать

  • 71 затискать

    ρ.σ.μ.
    1. βασανίζω πιέζοντας, καταπιέζω.
    2. σπρώχνω μέσα, χώνω πιέζοντας.
    εισχωρώ, εισδύω, σφίγγομαι, σφηνώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > затискать

  • 72 изломать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изломанный, βρ: -ман, -а, -о.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω θλω•

    изломать пилку σπάζω τον πάσσαλο.

    || χαλνώ, παραβιάζω (κανονικότητα, στίχο, σειρά Η.τ.τ.).
    2. συντρίβω, κάνω κομμάτια, σακατεύω. || βασανίζω, κατατρύχω (για κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    3. μτφ. διαστρέφω, χαλνώ σακατεύω•

    изломать характер χαλνώ το χαρακτήρα.

    θραύομαι, σπάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > изломать

  • 73 измаять

    ρ.σ.μ. (απλ. κ. διαλκ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω.
    βασανίζομαι, καταπονούμαι, κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > измаять

  • 74 изморить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изморенный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) εξασθενώ, εξαντλώ με την πείνα, λιμοκτονώ. || κουράζω, βασανίζω, αδυνατίζω.
    καταπονούμαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμω.

    Большой русско-греческий словарь > изморить

  • 75 измочалить

    ρ. σ, μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Η3-мочаленный, βρ: -лен, -а, -о.
    1. ξεφτίζω μαστιγώνοντας•

    измочалить кнут об лошадей ξεφτίζω το μαστίγιο χτυπώντας τα άλογα.

    2. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω.
    ξεφτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > измочалить

  • 76 измучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. || εξαντλώ, λιώνω, τσακίζω•

    непосильная работа -ла меня η βαριά δουλειά με τσάκισε.

    υποφέρω, βασανίζομαι, τυραννιέμαι. || εξαντλούμαι, τσακίζομαι, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > измучить

  • 77 измытарить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατακουράζω, βαλαντώνω.
    βασανίζομαι καταπονούμαι, κατακουράζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > измытарить

  • 78 истерзать

    ρ.σ.μ.,• παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истерзанный, βρ:
    -зан, -зана, -зано
    1. Ικατασχίζω
    κατασπαράζω. || αχρηστεύω, παραμορφώνω.
    2. καταπονώ ψυχικά, βασανίζω, τρώγω, κατατρύχω•

    горе -ла е την έφαγε η στενοχώρια.

    καταπονούμαι ψυχικά, βασανίζομαι, κατατρύχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > истерзать

  • 79 казнить

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. казнённый, βρ: -ённ, -нена, -нено.
    1. ρ.σ. εκτελώ θανατοποινίτη.
    2. βασανίζω, τυραγνώ, ταλαιπωρώ.
    3. μτφ. μαστιγώνω, στιγματίζω, κατακρίνω.
    1. εκτελούμαι (θανατώνομαι).
    2. βασανίζομαι, τυραγνιέμαι, ταλαιπωρούμαι.
    3. μτφ. μαστιγώνομαι, στιγματίζομαι, κατακρίνομαι, καταδικάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > казнить

  • 80 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

См. также в других словарях:

  • βασανίζω — rub upon the touch stone pres subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασανίζω — βασανίζω, βασάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη …   Dictionary of Greek

  • βασανίζω — ισα, ίστηκα, βασανισμένος 1. κάνω σε κάποιον βασανιστήρια, κακοποιώ, παιδεύω, τυραννώ: Μη βασανίζεις το ζώο! 2. εξετάζω κάτι σχολαστικά, με λεπτομέρεια: Βασάνισα το θέμα πολύ ώσπου ν’ αποφασίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασανίζετε — βασανίζω rub upon the touch stone pres imperat act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone pres ind act 2nd pl βασανίζω rub upon the touch stone imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασανίζῃ — βασανίζω rub upon the touch stone pres subj mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres ind mp 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασανίσει — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασανίσουσι — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd pl (epic) βασανίζω rub upon the touch stone fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασανίσω — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind act 1st sg βασανίζω rub upon the touch stone aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασανίσῃ — βασανίζω rub upon the touch stone aor subj mid 2nd sg βασανίζω rub upon the touch stone aor subj act 3rd sg βασανίζω rub upon the touch stone fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβασανισμένα — βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβασανισμένᾱ , βασανίζω rub upon the touch stone perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»