-
1 βαθυδινης
-
2 βαθυδίνης
βαθυδί̱νης, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc nom sg -
3 βαθυδίνης
A deep-eddying,ποταμός Il.20.73
, etc.; :—also [suff] βᾰθῠ-δῑνήεις, εσσα, εν, Il.21.15: βαθυδίνης, ες, Dem.Bith.4.4:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυδίνης
-
4 βαθυδίνης
βαθυ-δίνης = βαθυδῖνήεις, epith. of rivers; Ὠκεανός, Od. 10.511.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδίνης
-
5 βαθυδίνης
βαθυ-δινήεις, βαθυ-δίνης, βαθυ-δῑνής, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) -
6 βαθυδῑνής
βαθυ-δινήεις, βαθυ-δίνης, βαθυ-δῑνής, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) -
7 βαθυδινηεις
-
8 βαθυδινήεντα
βαθυδῑνήεντα, βαθυδίνηςdeep-eddying: neut nom /voc /acc plβαθυδῑνήεντα, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc acc sgβαθυδινήειςdeep-eddying: neut nom /voc /acc plβαθυδινήειςdeep-eddying: masc acc sg -
9 βαθυδίνας
βαθυδί̱νᾱς, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc acc plβαθυδί̱νᾱς, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 βαθυδίνη
βαθυδί̱νη, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc voc sg——————βαθυδί̱νῃ, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc dat sg (attic epic ionic) -
11 δίνη
δίνη, ἡ (vgl. δίω), das Herumdrehen im Kreise, der Wirbel, bes. Wasserstrudel, gew. im plur.; bei Homer siebenmal, von Flüssen: Odyss. 6, 116 βαϑείῃ δίνῃ; Iliad. 21, 213 βαϑέης δίνης; vs. 239 δίνῃσι βαϑείῃσιν μεγάλῃσιν; ohne adject. δίνῃσι vs. 132; δίνας vs. 11. 353; δίνης vs. 246. Daß das Wort im 21. Buche der Ilias sechsmal erscheint, sonst aber in der Ilias nicht, ist lediglich Zufall, wie z. B. Iliad. 14, 434 ἐυρρεῖος ποταμοῖο, Ξάνϑου δινήεντος beweis't, s. δινήεις, ἀργυροδίνης, βαϑυδίνης. – Hes. Th. 791; Eur. Or. 1310 u. öfter; im sing. Troad. 210, wie Aesch. Eum. 529; Plat. Crat. 439 c; Τυρσηνίς, das Meer selbst, Bian. 8 (IX, 308); übh. = Umschwung; ἀτράκτου δίνη Plat. Rep. X, 620 e; ἀνεμώκης Ar. Av. 697; οὐράνιαι Eur. Alc. 244, vom Wirbelwinde; übertr., ἀνάγκης στεῤῥαὶ δ. Aesch. Prom. 1054; vgl. Ag. 969.
-
12 βαθυδινών
-
13 βαθυδινῶν
-
14 βαθυδινήεις
βαθυδῑνήεις, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc nom sgβαθυδινήειςdeep-eddying: masc nom sg -
15 βαθυδινήεντι
βαθυδῑνήεντι, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc /neut dat sgβαθυδινήειςdeep-eddying: masc /neut dat sg -
16 βαθυδινήεντος
βαθυδῑνήεντος, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc /neut gen sgβαθυδινήειςdeep-eddying: masc /neut gen sg -
17 βαθυδίνεα
βαθυδί̱νεα, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc acc sg (epic ionic) -
18 βαθυδίνεω
βαθυδί̱νεω̆, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc gen sg (epic ionic) -
19 βαθυδίνηι
βαθυδί̱νῃ, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc dat sg (attic epic ionic) -
20 βαθυδίνην
βαθυδί̱νην, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc acc sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βαθυδίνης — βαθυδί̱νης , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινήεις — βαθυδινήεις, εσσα, εν και βαθυδινής, ές και βαθυδίνης, ο (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής <… … Dictionary of Greek
βαθυδινήεντα — βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg βαθυδινήεις deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδινήεις deep eddying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδίνας — βαθυδί̱νᾱς , βαθυδίνης deep eddying masc acc pl βαθυδί̱νᾱς , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
βαθυδινήεις — βαθυδῑνήεις , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg βαθυδινήεις deep eddying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινήεντι — βαθυδῑνήεντι , βαθυδίνης deep eddying masc/neut dat sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινήεντος — βαθυδῑνήεντος , βαθυδίνης deep eddying masc/neut gen sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινῶν — βαθυδῑνῶν , βαθυδίνης deep eddying masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδίνεα — βαθυδί̱νεα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδίνεω — βαθυδί̱νεω̆ , βαθυδίνης deep eddying masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)