-
1 βαθυδινηεις
-
2 βαθυδινήεις
βαθυδῑνήεις, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc nom sgβαθυδινήειςdeep-eddying: masc nom sg -
3 βαθυδῖνήεις
βαθυ - δῖνήεις, εντος ( δίνη): deepeddying.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδῖνήεις
-
4 βαθυδινήεις
βαθυ-δινήεις, βαθυ-δίνης, βαθυ-δῑνής, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) -
5 βαθυδινήεντα
βαθυδῑνήεντα, βαθυδίνηςdeep-eddying: neut nom /voc /acc plβαθυδῑνήεντα, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc acc sgβαθυδινήειςdeep-eddying: neut nom /voc /acc plβαθυδινήειςdeep-eddying: masc acc sg -
6 δῑνήεις
δῑνήεις, εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: δινήεις Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. βαϑυδινήεις. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist τάλαρος δ. = der gerundete.
-
7 βαθυδινήεντι
βαθυδῑνήεντι, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc /neut dat sgβαθυδινήειςdeep-eddying: masc /neut dat sg -
8 βαθυδινήεντος
βαθυδῑνήεντος, βαθυδίνηςdeep-eddying: masc /neut gen sgβαθυδινήειςdeep-eddying: masc /neut gen sg -
9 βαθυδίνης
βαθυ-δίνης = βαθυδῖνήεις, epith. of rivers; Ὠκεανός, Od. 10.511.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδίνης
См. также в других словарях:
βαθυδινήεις — βαθυδινήεις, εσσα, εν και βαθυδινής, ές και βαθυδίνης, ο (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής <… … Dictionary of Greek
βαθυδινήεις — βαθυδῑνήεις , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg βαθυδινήεις deep eddying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινήεντα — βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg βαθυδινήεις deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδινήεις deep eddying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
βαθυδινήεντι — βαθυδῑνήεντι , βαθυδίνης deep eddying masc/neut dat sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδινήεντος — βαθυδῑνήεντος , βαθυδίνης deep eddying masc/neut gen sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)