-
1 Δίνης
-
2 Δίνῃς
Βλ. λ. Δίνης -
3 δίνης
δί̱νης, δίνηwhirlpool: fem gen sg (attic epic ionic)δινέωwhirl: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)δί̱νης, δινεύωwhirl: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)——————δί̱νῃς, δίνηwhirlpool: fem dat pl (epic)δίνωthresh out on the: pres subj act 2nd sg -
4 δίνῃς
Βλ. λ. δίνης -
5 περι-δῑνής
περι-δῑνής, ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).
-
6 ποικιλο-δίνης
ποικιλο-δίνης, ὁ, = Folgdm, Opp. Hal. 1, 676.
-
7 πολυ-δῑνής
πολυ-δῑνής, ές, mit vielen Wirbeln, Opp. Hal. 4, 585 u. a. sp. D.
-
8 φρενο-δῑνής
φρενο-δῑνής, ές, den Geist im Kreise drehend und schwindlich machend, Sp.
-
9 χρῡσο-δίνης
χρῡσο-δίνης, ὁ, der golden Strudelnde, Wirbelnde, zw.
-
10 βραδυ-δῑνής
βραδυ-δῑνής, ές, langsam wirbelnd, Nonn.
-
11 καλλι-δίνης
καλλι-δίνης, ὁ, schön wirbelnd, schön fließend, Πηνειός Eur. Herc. Fur. 365.
-
12 εὐρυ-δινης
εὐρυ-δινης, ὁ, breit wirbelnd, fließend, Ἀλφεός Bacchyl. 5 bei Schol. Pind. Ol. 1.
-
13 εὐρυο-δῑνης
εὐρυο-δῑνης, = εὐρυδίνης, bei Strab. I, 3, 7, wie XII p. 566, wo die Epit. ἀργυροδίνης hat, wie Or. Sib. p. 515.
-
14 εὐ-δῑνης
-
15 μελαν-δίνης
μελαν-δίνης, ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.
-
16 βαθυ-δίνης
βαθυ-δίνης, ὁ, dasselbe Ὠκεανός Od. 10, 511; Xanthos (Skamander) Iliad. 20, 73; Hes. O. 169, u. sonst von Flüssen.
-
17 βαθυ-δῑνής
βαθυ-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.
-
18 θεο-δῑνής
-
19 ἀργυρο-δίνης
ἀργυρο-δίνης (δίνη), ὁ, silberstrudelnd, Beiwort von Flüssen, des Peneos Iliad. 2, 753, des Xanthos 21, 8. 130.
-
20 ἀργυρο-δῑνής
ἀργυρο-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.?
См. также в других словарях:
Δίνης — Δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνης — δί̱νης , δίνη whirlpool fem gen sg (attic epic ionic) δινέω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) δί̱νης , δινεύω whirl imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῃς — Δίνη whirlpool fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνῃς — δί̱νῃς , δίνη whirlpool fem dat pl (epic) δίνω thresh out on the pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδινής — εὐδινής, ές (Α) ο ευδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινής (< δίνη), πρβλ. περι δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek
ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] … Dictionary of Greek
θεοδινής — θεοδινής, ές, (Α) αυτός που στάλθηκε σαν δίνη από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δινής (< δίνη), πρβλ. αλμυρο δινής ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
καλλιδίνης — καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α) αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο δίνης, πορφυρο δίνης] … Dictionary of Greek
φρενοδινής — ές, ΜΑ μτφ. αυτός που κάνει τον νου να περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δινής (< δίνη), πρβλ. αἰθερο δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
περιδινής — ές, Α κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ δινής] … Dictionary of Greek