Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαθυδίνης

  • 21 ποταμός

    A river, stream,

    Ὠκεανοῖο ἐξ οὗ περ πάντες π. Il.21.196

    ; π. ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διιπετής, δινήεις, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺ ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, Od.5.460, Il.21.8, 212, 8, 25, 17.263, Od.11.242, Il.21.130, Od.10.515 (pl.), Il.21.304, Od.11.238, 10.351 (pl.), Il.17.749 (pl.), Od.5.441, Il.18.576, 21.270, 5.87, 87, 598; νυκτὸς π., of the rivers of hell, Pi.Fr.130.9: prov., ἄνω ποταμῶν, of extraordinary events, A.Fr. 335, etc. (in full,

    ἄνω π. ἱερῶν χωροῦσι παγαί E.Med. 410

    (lyr.));

    π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ Heraclit. 91

    ; π. θαλάσσῃ ἐρίζεις, of unequal combats, Suid., etc.
    2 metaph., rivers of fire or lava, Pi.P.1.22, A.Pr. 370: Com.,

    ζωμοῦ π. κρέα θερμὰ κυλίνδων Telecl.1.8

    , cf. Pherecr.108.3; also

    π. πραγμάτων Porph. Marc.5

    .
    3 artificial stream, canal, Str.16.1.10, Arr.An.7.21.1;

    οἱ ὀρυχθέντες π. OGI54.23

    (Adule, iii B. C.).
    II personified, rivergod, Il.20.7, 73, etc.
    III name of the constellation Eridanus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.358, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταμός

  • 22 δί̄νη

    δί̄νη
    Grammatical information: f.
    Meaning: `whirlpool, eddy' (Il.)
    Dialectal forms: Myc. qe-qi-no-to \/gʷegʷinōtos\/, qe-qi-no-me-no \/gʷegʷinōmenos\/
    Compounds: βαθυδίνης (Il.)
    Derivatives: δινήεις, Dor. δινάεις, Aeol. διννάεις (Alc.) `whirling' (Il.); δῖνος m. `id.', also `round vessel' (Ion.-Att. etc.) with δινώδης `eddying' (D. C.) and δινωτός `with δ., rounded, covered with circles' (Hom.; δινόω only Eust.). - δῑνέω, aor. δινῆσαι etc., also δῑνεύω, ( δίννηντες ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. `turn around', itr. `id.' (Il.) with δίνησις (Arist.), δίνημα (Man.), δίνευμα (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Call.), ἀπο-δινωντι subj. `thresh' (Tab. Heracl.; uncertain; change to ἀποδιδῶντι?); Aeol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alc.), δινάζω (Artem. ap. Ath.). Perh. Δινών month name (when the corn is threshed).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
    Etymology: Perhaps an old nasal present *δι-ν-έϜ-ω (cf. *κῑ-ν-έϜ-ω, κί̄-νυ-μαι) of which the nasal was generalized (cf. κλίνη: κλίνω). Aeol. δίνν- as in ξέννος (Schwyzer 228). Initial δι- has been compared with δίεμαι (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).
    Page in Frisk: 1,395-396

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δί̄νη

См. также в других словарях:

  • βαθυδίνης — βαθυδί̱νης , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινήεις — βαθυδινήεις, εσσα, εν και βαθυδινής, ές και βαθυδίνης, ο (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής <… …   Dictionary of Greek

  • βαθυδινήεντα — βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδῑνήεντα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg βαθυδινήεις deep eddying neut nom/voc/acc pl βαθυδινήεις deep eddying masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδίνας — βαθυδί̱νᾱς , βαθυδίνης deep eddying masc acc pl βαθυδί̱νᾱς , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • βαθυδινήεις — βαθυδῑνήεις , βαθυδίνης deep eddying masc nom sg βαθυδινήεις deep eddying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινήεντι — βαθυδῑνήεντι , βαθυδίνης deep eddying masc/neut dat sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινήεντος — βαθυδῑνήεντος , βαθυδίνης deep eddying masc/neut gen sg βαθυδινήεις deep eddying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδινῶν — βαθυδῑνῶν , βαθυδίνης deep eddying masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδίνεα — βαθυδί̱νεα , βαθυδίνης deep eddying masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυδίνεω — βαθυδί̱νεω̆ , βαθυδίνης deep eddying masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»