-
1 βαθυ-δίνης
βαθυ-δίνης, ὁ, dasselbe Ὠκεανός Od. 10, 511; Xanthos (Skamander) Iliad. 20, 73; Hes. O. 169, u. sonst von Flüssen.
-
2 βαθυ-δῑνής
βαθυ-δῑνής, ές, dasselbe, Sp.
-
3 βαθυδινήεις
βαθυ-δινήεις, βαθυ-δίνης, βαθυ-δῑνής, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) -
4 βαθυδίνης
βαθυ-δινήεις, βαθυ-δίνης, βαθυ-δῑνής, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) -
5 βαθυδῑνής
βαθυ-δινήεις, βαθυ-δίνης, βαθυ-δῑνής, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) -
6 βαθυδίνης
A deep-eddying,ποταμός Il.20.73
, etc.; :—also [suff] βᾰθῠ-δῑνήεις, εσσα, εν, Il.21.15: βαθυδίνης, ες, Dem.Bith.4.4:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυδίνης
-
7 βαθυδίνης
βαθυ-δίνης = βαθυδῖνήεις, epith. of rivers; Ὠκεανός, Od. 10.511.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδίνης
-
8 βαθυδινης
См. также в других словарях:
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek
μελανδίνης — μελανδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δίνη (πρβλ. βαθυ δίνης)] … Dictionary of Greek