Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βάϑρον

См. также в других словарях:

  • βάθρον — that on which anything steps neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθροιν — βάθρον that on which anything steps neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθροις — βάθρον that on which anything steps neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθροισι — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθροισιν — βάθρον that on which anything steps neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθρου — βάθρον that on which anything steps neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθρων — βάθρον that on which anything steps neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθρῳ — βάθρον that on which anything steps neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλόβαθρο — το (AM καλόβαθρον) καθένα από τα δύο ξύλινα κοντάρια τα οποία έχουν στο κάτω μέρος τους από μια μικρή βαθμίδα πάνω στην οποία πατώντας μπορεί κάποιος να περπατήσει ενώ βρίσκεται σε κάποιο ύψος πάνω από το έδαφος, αλλ. ξυλοπόδαρο νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] …   Dictionary of Greek

  • φυσόβαθρον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «βάθρον τῶν φυσῶν χαλκέως»· [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + βάθρον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»