Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλύπητος

См. также в других словарях:

  • ἀλύπητος — not pained masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… …   Dictionary of Greek

  • αλύπητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε λύπες: Πέρασε μια ζωή αλύπητη. 2. αυτός για τον οποίο δε λυπάται κανείς: Ξοδεύει τα λεφτά του αλύπητα. 3. ο απόνετος, ο άσπλαχνος: Του δωσαν ξύλο αλύπητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλυπήτως — ἀλύπητος not pained adverbial ἀλύπητος not pained masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύπητον — ἀλύπητος not pained masc/fem acc sg ἀλύπητος not pained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυπήτοις — ἀλύπητος not pained masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυπήτῳ — ἀλύπητος not pained masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύπητοι — ἀλύπητος not pained masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безпечальникъ — БЕЗПЕЧАЛЬНИК|Ъ (1*), А с. Учитель, наставник: и си˫а имуще на супостата нашего врага. спакощаимъ да не поползнетьсѩ по б҃зѣ нога наша. но ||=и заступника. и беспечалника къ подвигомъ и спутника теченью паки. за онсѩго и онсѩго но самого г(с)а и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά …   Dictionary of Greek

  • Τσαουσέσκου, Νικολάε — (Σκορνιτσέστι 1918 – 1989). Ρουμάνος πολιτικός. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Σκορνιτσέστι, αναγκάστηκε, για λόγους οικονομικούς, να αναζητήσει εργασία στο Βουκουρέστι (1929). Η περίοδος αυτή του βίου του συμπίπτει με το μεγάλο κραχ της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»