-
1 ἀλύπητος
ἀ-λύπητος, ungekränkt, nichtbetrübt -
2 ἀ-λάμπετος
ἀ-λάμπετος, glanzlos, finster, ἀήρ H. h. 32, 5, wo Herm. des Verses wegen ἀπολάμπετος lesen will; γᾶς βάϑρον ἀλ., nach Schol., die Codd. lesen ἀλύπητος, Soph. O. C. 1658; Ἅιδεω οὖδας App. A. P. 315; σκότος Ep. ad. 517 (IX, 540).
См. также в других словарях:
ἀλύπητος — not pained masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… … Dictionary of Greek
αλύπητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε λύπες: Πέρασε μια ζωή αλύπητη. 2. αυτός για τον οποίο δε λυπάται κανείς: Ξοδεύει τα λεφτά του αλύπητα. 3. ο απόνετος, ο άσπλαχνος: Του δωσαν ξύλο αλύπητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλυπήτως — ἀλύπητος not pained adverbial ἀλύπητος not pained masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύπητον — ἀλύπητος not pained masc/fem acc sg ἀλύπητος not pained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυπήτοις — ἀλύπητος not pained masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλυπήτῳ — ἀλύπητος not pained masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύπητοι — ἀλύπητος not pained masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безпечальникъ — БЕЗПЕЧАЛЬНИК|Ъ (1*), А с. Учитель, наставник: и си˫а имуще на супостата нашего врага. спакощаимъ да не поползнетьсѩ по б҃зѣ нога наша. но ||=и заступника. и беспечалника къ подвигомъ и спутника теченью паки. за онсѩго и онсѩго но самого г(с)а и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek
Τσαουσέσκου, Νικολάε — (Σκορνιτσέστι 1918 – 1989). Ρουμάνος πολιτικός. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Σκορνιτσέστι, αναγκάστηκε, για λόγους οικονομικούς, να αναζητήσει εργασία στο Βουκουρέστι (1929). Η περίοδος αυτή του βίου του συμπίπτει με το μεγάλο κραχ της… … Dictionary of Greek