-
1 κᾱλό-βαθρον
κᾱλό-βαθρον, τό, die Stelze (?), s. κωλόβαϑρον.
См. также в других словарях:
κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] … Dictionary of Greek
κωλοβάθρου — κωλόβαθρον stilt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλόβαθρα — κωλόβαθρον stilt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλοβαθριστής — κωλοβαθριστής, ὁ (Α) αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλόβαθρον, κατά τα ονόματα σε ιστής, ή μέσω ενός αμάρτυρου *κωλοβαθρίζω] … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek