Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κωλόβαϑρον

См. также в других словарях:

  • κωλόβαθρον — κωλόβαθρον, τὸ (Α) το ξυλοπόδαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + βάθρον (< βαίνω), πρβλ. διά βαθρον, υπό βαθρον] …   Dictionary of Greek

  • κωλοβάθρου — κωλόβαθρον stilt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλόβαθρα — κωλόβαθρον stilt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλοβαθριστής — κωλοβαθριστής, ὁ (Α) αυτός που περπατά με ξυλοπόδαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλόβαθρον, κατά τα ονόματα σε ιστής, ή μέσω ενός αμάρτυρου *κωλοβαθρίζω] …   Dictionary of Greek

  • κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»