Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βάρη

См. также в других словарях:

  • Βάρη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 25 μ. 10.998 κάτ.) του νομού Αττικής, που υπάγεται στη νομαρχία ανατολικής Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.187 κάτ.) της Σύρου. Βρίσκεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Βάρη — Sp Vãrė Ap Βάρη/Vari L Atika, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βάρη — τα οι υποχρεώσεις: Σήκωνε από παιδί τα οικογενειακά βάρη γιατί πέθανε ο πατέρας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρῇ — βαρέω weigh down pres subj mp 2nd sg βαρέω weigh down pres ind mp 2nd sg βαρέω weigh down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… …   Dictionary of Greek

  • Vari — Infobox Greek Dimos name = Vari name local = Βάρη image coa = periph = Attica prefec = East Attica province = population = 10998 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/gr tables/S1101 SAP 1 TB DC 01 03 Y.pdf source]… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»