Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτο-ᾰγᾰθόν

  • 21 ὁμο-λογέω

    ὁμο-λογέω, zusammen, überein sprechen, dieselbe Sprache reden, eigtl. κατὰ γλῶτταν, in der Sprache übereinstimmen, Her. 1, 142; dasselbe sagen, was ein Anderer sagt, mit ihm übereinstimmen, einig sein mit ihn, τινί, 1, 23. 171; ὁμολογέουσι δὲ ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι, sie stimmen hierin mit den Orphikern überein, 2, 81; Κυρηναῖοι τὰ περὶ Βάττον οὐδαμῶς ὁμολογέουσι Θηραίοισι, 4, 154; ἐπί τινι, 1, 60; περί τι, 2, 4; κατ' οἰκειότητα Περσέϊ οὐδέν, sie gingen in Nichts an, 6, 54; auch μισϑῷ ὁμολογήσαντες, über den Sold übereinkommen, 2, 86; c. inf., ὡμολόγησαν ἀζήμιοι εἶναι, 6, 92; οὔτε Ὁμήρῳ ὁμολογοῖμεν ἄν, οὔτε αὐτοὶ ἡμῖν αὐτοῖς, Plat. Phaed. 95 a; ἀλλήλοις, Crat. 436 d; Ggstz διαφέρεσϑαι, Conv. 187 b; καὶ ξυμφωνεῖν, Rep. III, 402 d; auch c. accus., τὸν μιμητὴν ὡμολογήκαμεν, über den Nachahmer sind wir übereingekommen, Rep. X, 597 e. – Matth. 10, 32 steht ὅςτις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί dem ἀρνεῖσϑαι gegenüber. – Dah. zugeben, eingestehen, τάδε, Soph. Phil. 968; αὐτὸ τὸ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου, Eur. I. A. 1142; ὁμολογῶ σοι, Ar. Plut. 94; τὴν ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένην ἄριστον εἶναι εἰρήνην, von dem alle übereinstimmend gestanden, daß er das Beste sei, Thuc. 4, 62; οὐχ ὁμολογοῠνται παρὰ σοῦ εὐδαίμονες εἶναι, Plat. Charm. 173 e; ὁμολογῶ σοφιστὴς εἶναι, Prot. 317 b (vgl. Men. monost. 158); ἐγὼ τοῦτο οὐχ ὁμολογῶ, Conv. 195 b; αὐτοὶ ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σω-φρονεῖν, Phaedr. 231 d; Ggstz ἔξαρνον εἶναι, Prot. 317 b; übh. vom Disputiren, dem Gegner Recht geben, seine Meinung gutheißen; parenthetisch, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ, Xen. An. 6, 4, 17, wo Krüger noch andere Beispiele beibringt; Luc. Hermot. 36 stellt τὰ ὁμολογούμενα τοῖς ἀμφιςβητουμένοις gegenüber, – Auch = zusagen, versprechen, gew. c. inf. fut., aber auch aor., vgl. Lob. Phryn. 749; dah. im Kriege sich dem Feinde auf Bedingungen ergeben, ihm, was er fordert, zugestehen, τῷ Πέρσῃ, Her. 7, 172 u. öfter; Θάσιοι τρίτῳ ἔτει πολιορκούμενοι ὡμολόγησαν Ἀϑηναίοις, Thuc. 1, 101. – Selten wird auch das med. in derselben Bdtg mit dem act. gebraucht, eigtl. für sich zugeben, Xen. Mem. 1, 2, 57, ὁμολογοῠμαι ἀγαϑὸν εἶναι; Plat. vrbdt öfter αὐτοὺς αὑτοῖς ὁμ ολογουμένους λόγους, die mit sich übereinstimmen, Tim. 29 c; τὸ ταὐτὸν καὶ ὁμολογούμενον τιμῶντες, Legg. V, 741 a; Pol. ὁμολογούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8, übereinstimmend mit sich, wie ἐξ ὁμολογουμένου, = ἐξ ὁμολόγου, 3, 111, 7.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὁμο-λογέω

  • 22 αὐτός

    αὐτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς: -ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αῖς: acc.; - ῶν)
    1 emphatic adj., himself, herself
    a nom.,

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48

    ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62

    αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135

    ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56

    δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50

    τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
    b c. subs.

    αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50

    οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76

    Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169

    Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31

    ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

    ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8
    c c. pron.

    κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.
    2 reflex. pron.

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.
    3 him, her, it pers. pron.

    ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

    ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98

    γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32

    δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101

    Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44

    πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμενP. 4.38

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

    τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200

    τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118

    ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8

    ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27

    ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69

    δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89

    θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39

    ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.
    4 ὁ αὐτός v. C. 7.

    Lexicon to Pindar > αὐτός

  • 23 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 24 παρουσία

    A presence, of persons, δεσπότου, etc., A.Pers. 169, etc. ; ἀνδρῶν π., = ἄνδρες οἱ παρόντες, E.Alc. 606 ; πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας π., = ἡμῶν τῶν παρόντων, Th.6.86 ; παρουσίαν μὲν οἶσθα.. φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, i.e. that we have no friends present to assist us, S.El. 948 ; of things,

    κακῶν E.Hec. 227

    , Ar.Th. 1049 ;

    ἀγαθῶν Pl.Grg. 497e

    : abs., παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, S.Aj. 540 ;

    τὰ τῆς τύχης.. κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας D.Prooem.39

    ;

    αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν [αἴτιον] τῇ π. τοῖς ἄλλοις τοῦ ἀγαθὰ εἶναι Arist.EE 1217b5

    , cf. Pl.Phd. 100d, etc.
    2 arrival, ἡμῶν κοινόπουν π. S.El. 1104, cf. E.Alc. 209, Th.1.128 ;

    εἰς Ἰταλίαν D.H.1.45

    ; esp. visit of a royal or official personage, βασιλέως, etc., PTeb.48.14 (ii B. C.), IPE12.32A85 (Olbia, iii B.C.), etc.; of a god, IG42(1).122.34(Epid.).
    3 occasion, v.l. in S. El. 1251.
    4 π. τισὶ ποιεῖσθαι entertain them on their official visits, OGI139.9 (Philae, ii B.C.).
    5 in NT, the Advent, Ev.Matt.24.27, al.
    6 Astrol., situation of a planet at a point on the zodiac,

    ἤτοι κατὰ παρουσίαν ἢ κατὰ συμμαρτυρίαν Vett.Val.49.26

    .
    II substance, property,

    ὡς.. ἔχομεν παρουσίας Pl.Com.177

    , cf. Men.471 ;

    π. χρημάτων Crates Com.16

    .
    2 contribution in money, Sch. Luc.Phal.1.3 (pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρουσία

  • 25 ῥέπω

    ῥέπ-ω, mostly used in [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut.
    A

    ῥέψω Hdt.7.139

    , Paus.9.37.8: [tense] aor.

    ἔρρεψα Hp. Art.38

    ,48, Pl.Phlb. 46e; poet.

    ἔρεψα Cerc.4.32

    :—turn the scale, sink, ἐτίταινε τάλαντα, ἕλκε δὲ μέσσα λαβών, ῥέπε δ' αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν, implying defeat and death, Il.8.72;

    ῥέπε δ' Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ 22.212

    ;

    τὸ τοῦδέ γ' αὖ ῥέπει Ar.Ra. 1393

    ;

    τοῦ ταλάντου τὸ ῥέπον κάτω βαδίζει τὸ δὲ κενὸν πρὸς τὸν Δία Id.Fr.488.4

    , cf. Cerc. l.c.;

    τὸ μὲν κάτω ῥέπον.., βαρύ· τὸ δὲ ἄνω, κοῦφον Pl.Just. 373e

    ; ἀεὶ τοὐναντίον ῥ. Id.R. 550e, cf. Archim.Aequil.1 Praef.
    2 more generally, of things, incline one way or the other, ὅ τι πολλᾷ ῥέποι what is always shifling, never steady, Pi.O.8.23; βλεμμάτων ῥέπει βολή inclines downward, falls, of a young girl's eye, A.Fr. 242; ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων sleep falling upon the eyes, Pi.P.9.25; ἐς τὸ λορδόν, κυφόν, Hp.Art.48;

    ῥ. πρὸς τὴν γῆν Arist.PA 686a32

    , etc.
    3 of one of two contending parties, preponderate, prevail,

    ἐπὶ ὁκότερα [οἱ Ἀθηναῖοι] ἐτράποντο, ταῦτα ῥέψειν ἔμελλε Hdt.7.139

    ; μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν on consideration [the opinion] that it was necessary prevailed, Pl.Ep. 328b;

    ἠθῶν.., ἃ ἂν ὥσπερ ῥέψαντα τἄλλα ἐφελκύσηται Id.R. 544e

    .
    4 of persons, εὖ ῥέπει θεός is favourably inclined, A.Th.21; ἐπὶ τὸ πρηνές the doctor should incline towards ( prefer) pronation, Hp.Fract.1 (unless in signf. 2, the subject being τὴν χεῖρα)

    ; ῥ. ἐπὶ τὸ πείθεσθαι Isoc.15.4

    ;

    ἐπὶ τὸ λῆμμα D.18.298

    ;

    πρὸς τὴν ἀνδρείαν Pl.Plt. 308a

    , cf. Lg. 802e; also

    ῥ. ταῖς γνώμαις ἐπὶ τοὺς Ῥοδίους Plb.33.16.2

    ;

    εἴς τινα Luc.

    Bis Acc.6; but νομίζων τούτους πλεῖστον ῥέπειν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τῇ πόλει avail most, have the greatest influence, X.Lac.4.1, cf. Isyll.24; so also

    εἰς ἕν τι αἱ ἐπιθυμίαι σφόδρα ῥέπουσιν Pl.R. 485d

    , cf. Phlb. 46e; ῥ. πρὸς [τὴν ἡδονήν] Arist.EN 1172a31;

    ῥ. πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν Id.Pol. 1293b20

    .
    6 of events, fall, happen, in a certain way,

    φιλεῖ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν Id.Ant. 722

    ; τῇδε or ἐκείνῃ ῥ. Pl.Lg. 862c, Ti. 79e; ῥ. εἴς τι turn or come to something,

    συμφορὰν.. κακῶν ῥέπουσαν ἐς τὰ μάσσονα A.Pers. 440

    ; τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥ. naught comes to naught, E.Fr. 532; ὁ χρησμὸς ἐς τοῦτο ῥ. Ar.Pl.51; ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥ. Antiph.124.11.
    II trans., cause the scale to incline one way or the other, only in compds. ἐπιρρέπω, καταρρέπω, exc. that A. uses the [voice] Pass., τῶνδ' ἐξ ἴσου ῥεπομένων being equally balanced, Supp.405 (lyr.):—in B.16.25, ὅ τι μὲν ἐκ θεῶν μοῖρα παγκρατὴς ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τάλαντον, ῥ. is prob. intrans. (sc. ἐπ' αὐτό). (Perh. cogn. with Lith. virpti 'quiver'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥέπω

  • 26 ποιέω

    ποιέω, (1) act., machen, verfertigen, bereiten zu Stande bringen, hervorbringen; (a) von jeder äußerlichen Tätigkeit, die sich in Hervorbringung irgend eines in die Sinne fallenden Produkts kundgibt, also bes. von Handwerkern, Künstlern; bauen; π ύλας ἐν πύργοις, Tore darin machen, anbringen; bei Kunstwerken ist ἐποίησε ὁ δεῖνα gewöhnliche Bezeichnung des Künstlers, der sie verfertigt hat; τί τινος, etwas aus einem Stoffe; ὁ ποιῶν, der Schöpfer; schaffen; zeugen, erzeugen; κριϑάς, οἶνον, Gerste, Wein bauen, produzieren; καρπόν, vom Baume; ποιεῖν τι ἐκ τῆς γῆς, etwas aus dem Lande erzielen, gewinnen; (b) von unkörperlichen Dingen und Zuständen, zu Stande bringen, veranlassen, veranstalten, verursachen; τελευτὴν ποιῆσαι, ein Ende machen; φόβον ποιῆσαι, Furcht machen, erregen; ϑυμὸν ποιῆσαι, Mut machen; αἱμα καὶ φόνον, Mord anstiften; ἧτταν, Verlust machen, Niederlage erleiden; μέσας ποιήσας νύκτας, es Mitternacht werden lassen; ἐπὶ τοῦ ξηροῦ τὰς ναῠς, die Schiffe auf's Trockne bringen; übertr., σφῶϊν δ' ὧδε ϑεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν, möge es in den Sinn geben, eingeben; von Opfern, wie ῥέζω u. ἔρδω, ἱρά, Opfer veranstalten, opfern; πάντα ποιεῖν τοῖς ἀποϑανοῦσιν, = die gebührenden Ehren erweisen; von den Spielen, ποιεῖν Πύϑια, Ἴσϑμια, sie veranstalten oder feiern; auch ἀϑύρματα ποιῆσαι, Spiele vornehmen, spielen; ἐκκλησίαν, eine Volksversammlung veranstalten; ἀριϑμόν, ἐξέτασιν, = ἀριϑμεῖν, eine Zählung, Musterung veranstalten; πόλεμόν τινι, Krieg gegen einen anstiften; ϑήραν, eine Jagd halten; (c) machen, daß etwas geschieht, tun lassen, bewirken; ϑεοί σε ποίησαν ἱκέσϑαι ἐς οἶκον, die Götter bewirkten, daß du nach Hause kamst, sie ließen dich nach Hause gelangen; ποιῶ εὖ ἀσκεῖσϑαι ἕκαστα, ich lasse alles gut üben; ποιῶ τινα μάλα αἰσχύνεσϑαι, mache, daß er sich sehr schämt; (d) einen wozu machen; δῶρα ὄλβια ποιεῖν, Gaben gesegnet machen, sie segnen; subst., ποιεῖν τινα βασιλῆα, ταμίην ἀνέμων, γέροντα, einen zum König, zum Verwalter der Winde, zum Greise machen; ϑνητῷ ϑεὰν ἄκοιτιν ποιῆσαι, einem Sterblichen eine Göttin zur Gattin machen, geben; pass., τῶν τὰ κέρεα τοῖσι Φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῠνται, sie werden zu Citherarmen gemacht; (e) τινά τι, einem etwas antun; κακά, ἀγαϑὰ ποιεῖν τινα, einem Böses, Gutes zufügen, erweisen; ἀργύριον τωὐτὸ τοῠτο ἐποίεε, dasselbe tat er, nahm er mit dem Silber vor; οὐκ ἐμὲ μόνον ταῠτα πεποίηκεν, er hat mir nicht allein das angetan, mich so gestimmt; ποιεῖν τινί τι, für od. gegen einen etwas tun; (f) von der künstlerischen Tätigkeit des Dichters: dichten; Gegensatz zwischen Dichtern und Rednern; βασιλέας πεπ οίηκε τοὺς ἐν Ἅιδου τιμωρουμένους, er hat in seinen Gedichten Könige, die im Hades bestraft werden, aufgeführt; Ὅμηρος ἐποίησε τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα, Homer stellte den Achilles dar als einen, der da sagte, = er ließ ihn sagen; überh. dichterisch darstellen; Σωκράτης ἐποίησε μῦϑον Αἰσώπειον, er brachte eine äsopische Fabel in poetische Form; μῦϑον ποιῆσαι, einen Mythos poetisch bearbeiten, behandeln; erdichten; so wird τὸ πεποιημένον dem πεφυκός, das künstlich Gemachte, Erdichtete dem von Natur Daseienden entgeggstzt; annehmen, einen Fall setzen; (g) bedeutet es eine fortgesetzte Handlung od. Tätigkeit, ohne Rücksicht auf das Verfertigen, also mehr dem πράσσειν entsprechend, handeln, tätig, wirksamsein; κακόν, ἀγαϑόν u. κακά, ἀγαϑὰ ποιεῖν, schlecht, gut handeln, Schlechtes oder Gutes tun, ἄριστα πεποίηται, die trefflichsten Taten sind getan; Σπαρτιητικὰ ποιέειν, spartanisch handeln, sich wie ein Spartaner benehmen; ein Gebot ausrichten, seine Pflicht tun; οὐδέν, nichts ausrichten; οὗτος τί ποιεῖς; was tust, machst du?; εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με, du hast recht daran getan, daß du mich erinnertest, gut, daß du mich erinnertest; οὕτως αὐτὸ ποιήσει, es wird von selbst wirken; vom Wirken der Arzneien; ποιεῖ τοῠτο πρός τι, dies dient, ist geschickt wozu; ἡ εὔνοια τῶν ἀνϑρώπων ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, sie neigte sich mehr zu den Lacedämoniern, hielt es mehr mit ihnen, wie lat. facere cum aliquo; ἄν σοι ποιῇ, wenn es dir dient; ποιήσω ταῦτα πεντήκοντα μνᾶς, ich werde dies rechnen zu fünfzig Minen; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι ποιήσων, der Geld einbringen soll; ποιεῖν τινα εἰς φυλακήν, einen in die Wache tun, setzen; π οιεῖν εἴσω, hineintun, bringen, ἔξω, hinaustun, wegschaffen, wegtun; ποιεῖν τι, etwas tun, das man näher zu bezeichnen sich schämt, bes. euphemistisch von Liebeswerken; πολὺν χρόνον ποιῆσαι, viel Zeit darauf verwenden, oder machen, daß die Zeit lang wird, viel Zeit vergeht; (2) für sich machen; οἰκία ποιήσασϑαι, sich Häuser machen, bauen; καλιὰς ποιεῖσϑαι, sich Nester bauen; δεῖπνον ποιεῖσϑαι, sich das Mahl bereiten; τὸν βίον, sich herbeischaffen; ἀπὸ γεωργίας τὸν βίον ποιεῖσϑαι, davon leben; ϑυμὸν ποιήσασϑαι, sich Mut machen, Mut fassen; κλέος ποιεῖται αὐτῇ, sie erwirbt, bereitet sich selbst Ruhm; ἴσως ἄν σε ποιησαίμην μαϑητήν, vielleicht möchte ich dich zu meinem Schüler machen; φίλον, sich zum Freunde machen; ποιεῖσϑαί τινα ἄκοιτιν, ἀκοίτην, sich ein Weib zur Gattin, einen Mann zum Gatten machen, nehmen, wählen; ποιεῖσϑαί τινα υἱόν, sich einen zum Sohne machen, = ihn an Sohnes Statt annehmen, adoptieren; pass., εἴ τις καὶ ἄλλος ἐποιήϑη ὑπό τινος, wenn auch ein anderer von einem adoptiert ist; vom Zeugen leiblicher Kinder; ὑπ' ἑωυτῷ ποιεῖσϑαι, unter sich bringen, sich unterwerfen; ἑωυτοῠ ποιεῖσϑαί τι, etwas zu dem Seinigen machen, sich etwas aneignen; wo für halten, annehmen, schätzen; συμφορὰν ποιεῖσϑαί τι, eigtl. sich etwas (in seiner Vorstellung) zur göttlichen Schickung machen, es für eine Schickung nehmen; τοὐμὸν ἐν σμικρῷ μέρει ποιούμενος, gering achtend; μέγα ποιεύμενος ταῦτα, sich nach eigener Beurteilung etwas groß machen, = es hochachten, schätzen; δεινὸν ποιεῖσϑαί τι, etwas für schrecklich halten; es sehr übel aufnehmen, wie aegre terre; ἕρμαιον τοῠτο ποιούμενος, etwas als einen guten Fund ansehen; περὶ πολλοῠ, πλείονος, πλείστου ποιεῖσϑαι, hoch, höher, am höchsten halten, schätzen; δι' οὐδενὸς ποιεῖσϑαι, etwas für nichts achten; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ἐποιεύμην, ich achtete es nicht für leicht; ἐν μεγάλῳ, ἐν ὀλίγῳ, ἐν ὁμοίῳ, etwas für groß, gering, gleich achten; παρὰ φαῦλον ποιεῖσϑαι, etwas für schlecht halten; ἐν ἀδείῃ ποιεῖσϑαί τι, etwas in Sicherheit glauben; ἐν νόμῳ ποιεῖσϑαί τι, etwas in der Art oder zur Sitte haben; αἰσχύνῃ ποιεῖσϑαί τι, sich etwas zur Schande anrechnen; sich machen lassen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ποιέω

  • 27 πάσχω

    πάσχω fut. 3 sg. παθεῖται (2 Cl 7:5; v.l. πείσεται; cp. Reinhold p. 74; B-D-F §74, 3), 3 pl. παθοῦνται Hs 8, 10, 4; 2 aor. ἔπαθον; pf. πέπονθα, ptc. πεπονθώς; plpf. 3 pl. ἐπεπόνθεισαν Wsd 18:1 (Hom.+) ‘to experience someth., be treated’ (π. expresses the passive idea corresponding to the active idea in ποιέω) of everything that befalls a person, whether good or ill. Yet its usage developed in such a way that π. came to be used less and less frequently in a good sense, and never thus without some clear indication, at least fr. the context, that the good sense is meant. In our lit. it is found
    only once in the sense experience someth. (pleasant) (of one who experiences special blessing, Pind., P. 3, 104 εὖ πασχέμεν, N. 1, 32 εὖ παθεῖν; Antiphanes 252, 2b ἀγαθὸν πάσχει; Diod S 20, 102, 2 εὖ πάσχειν; Dionys. Hal. 7, 51; Plut., Mor. 1110d; Arrian, Ind. 34, 1, Peripl. 2, 4; Jos., Ant. 3, 312; POxy 1855, 8; 10; 14 πάσχω ἀπόκρισιν of favorable information) τοσαῦτα ἐπάθετε εἰκῆ; have you had such remarkable experiences in vain? Gal 3:4 (Procop. Soph., Ep. 18 τοσοῦτον παθών; Ps.-Aristot., Mirabilia 112 τὸ αὐτὸ πάσχει=he experiences the same thing.—Differently Zahn et al.; in their opinion this pass. belongs to 3b below; in support of their view s. τοσαῦτα παθών Ep. 56 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 359, 16], but the assoc. w. ἐπιχορηγέω Gal 3:5 suggests receipt of beneficence).—On probability of wordplay (παθεῖν … μαθεῖν) s. Betz, Gal. 134.
    Likew. there is only one place in which π. has a neutral mng. Even here the addition of κακῶς gives it an unfavorable connotation: κακῶς πάσχειν be badly off, in an evil plight (Hom et al.; Hdt. 3, 146 et al.; Wsd 18:19; JosAs 7:4; 24:1; Philo, In Flacc. 124, Spec. Leg. 4, 3) Mt 17:15 (v.l. ἔχει).
    In all other places, as always in LXX, in an unfavorable sense suffer, endure.
    suffer
    α. abs. (also in the sense suffer death, be killed, [have to] die: Appian, Bell. Civ. 1, 70 §321; 3, 87 §359; Arrian, Anab. 6, 10, 3; Paroem. Gr.: Zenob. 4, 60 the crow ἔπαθε from the scorpion’s poison; Herodian 1, 17, 7; Just., D. 52, 3; Mel., P. 8, 65; sim. Callinus [VII B.C.], Fgm. 1, 17 G-B.[=D.3] ἤν τι πάθῃ=‘if he fell’; Demosth. 4, 11f; Straton of Lamps., Fgm. 10 [in Diog. L. 5, 61] ἐάν τι πάσχω=‘if anything happens to me’; Diod S 13, 98, 2; Lucian, Dial. Meretr. 8, 3; Iambl., Vi. Pyth. 33, 238; Jos., Ant. 15, 65; 18, 352; CB I/2, 391 no. 254; Iren. 1, 3, 3 [Harv. I, 27, 1]) πρὸ τοῦ με παθεῖν before I suffer Lk 22:15. Cp. 24:46; Ac 1:3; 3:18; 17:3; 1 Cor 12:26; Hb 2:18 (on ἐν ᾧ s. ἐν 7); 9:26; 1 Pt 2:20, 23; 3:17; B 7:2a; Hs 8, 10, 4. The expr. γῆ πάσχουσα B 6:9 seems to transfer the philosoph. concept of suffering matter to the γῆ (Hefele, Hilgenfeld, Veil): earth capable of suffering (Goodsp.), earth capable of being molded into a human being (Kleist, note ad loc.).
    β. w. additions: ὑπό τινος at the hands of someone denotes the one who caused the suffering (Antiphon Orat., Fgm. 34; Ael. Aristid. 45 p. 134 D.; PAmh 78, 4; Jos., Bell. 5, 19, Ant. 10, 92; Mel., P. 75, 546ff; B-D-F §315) Mt 17:12 (s. also b below). Also ὑπὸ χειρός τινος B 5:5b (cp. Mel., Fgm. 7 ὑπὸ δεξιᾶ Ἰσραηλίτιδος). ὑπέρ τινος for someone or someth. (Appian, Bell. Civ. 1, 15 §63 π. ὑπέρ τινος=suffer for someone; Just., D. 121, 2 ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀρνεῖσθαι αὐτόν as military metaphor: EKrentz, in Origins and Method, JHurd Festschr. ’93, 126) Phil 1:29; 2 Th 1:5; 1 Pt 2:21 (περί τινος v.l.), ὑπὲρ τ. ὀνόματος τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ Hs 9, 28, 2a. ὑπὲρ τοῦ νόμου 8, 3, 6. ὑπὲρ τῆς σωτηρίας, ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν MPol 17:2. ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ISm 7:1. Also περί τινος (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 29 p. 415, 29 Jac. περὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ ἅπαν … παθεῖν) περὶ ἁμαρτιῶν 1 Pt 3:18 (v.l. ἀπέθανεν). περι τῆς ψυχῆς ἡμῶν B 5:5a. διά w. acc. for the sake of: διὰ δικαιοσύνην 1 Pt 3:14. διὰ τὸ ὄνομα (αὐτοῦ) Pol 8:2; Hv 3, 2, 1; Hs 9, 28, 3. διʼ ἡμᾶς B 7:2b. διὰ τὸν θεόν Hs 9, 28, 6a. εἵνεκα or ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος v 3, 1, 9; 3, 5, 2; Hs 9, 28, 5; 6b. κατὰ τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ 1 Pt 4:19. ἔξω τῆς πύλης Hb 13:12. ἐπὶ ξύλου on the tree B 5:13b.—Used w. an instrumental (?) dat.: αἰκίαις καὶ βασάνοις π. 1 Cl 6:1 v.l. πολλαῖς πράξεσι Hs 6, 3, 4. W. dat. to denote manner (B-D-F §198) π. σαρκί suffer in the body 1 Pt 4:1ab (in b v.l. ἐν σαρκί).—Used w. an adverb: ἀδίκως 1 Pt 2:19. ἀληθῶς ISm 2b. δικαίως (TestSim 4:3; Just., D. 110, 6) Hs 6, 3, 6a. ἡδέως 8, 10, 4. προθύμως 9, 28, 2b and 4. οὕτω GPt 4:13; B 5:13a. ὀλίγον (s. ὀλίγος 2bβ) 1 Pt 5:10. τὸ δοκεῖν (δοκέω 2aα) in semblance, seemingly ITr 10; ISm 2c.—ὡς φονεύς undergo punishment (cp. SIG 1016, 7 π. ὡς ἱερόσυλος) as a murderer 1 Pt 4:15.
    endure, undergo τί someth. (Orig., C. Cels. 7, 13, 7; π. καταστροφήν; Did., Gen. 232, 11; Theoph. Ant. 2, 23 [p. 156, 6]) παθήματα π. endure sufferings 2 Cor 1:6 (ὧν by attraction of the rel. fr. ἅ; sim. Iren. 1, 8, 2 [Harv. I 70, 4]). αἰκίσματα 1 Cl 6:2. πολλὰ π. (Jos., Ant. 13, 268; 403) Mt 27:19; Mk 8:31; 9:12; Lk 9:22 (s. further below); 17:25; B 7:11; AcPl Ha 8, 19. τὰ ὅμοιά τινι the same things as someone Ox 840, 3. οὐδὲν κακόν suffer no harm Ac 28:5. οὐδὲν τῶν πονηρῶν Hs 6, 3, 6b. ὡς οὐδὲν πεπονθώς as if nothing had happened to him MPol 8:3 (cp. TestJob 47:7 ὡς οὐδὲν ὅλως πεπονθώς). ταῦτα Lk 13:2; 24:26; 2 Ti 1:12; 1 Cl 45:5. τί παθεῖται; what will he have to endure? 2 Cl 7:5 (πάσχειν τι=endure punishment, as Pla., Leg. 10, 1, 885ab). μὴ φοβοῦ ἃ μελλεις πάσχειν do not be afraid of what you are about to undergo Rv 2:10. W. attraction ἔμαθεν ἀφʼ ὧν ἔπαθεν τὴν ὑπακοήν= ἔμαθεν τὴν ὑπακοὴν ἀπὸ τούτων ἃ ἔπαθεν he learned obedience from what he endured (i.e. despite his being God’s son, Jesus experienced suffering as the medium for exhibiting the ultimate extent of his obedience) Hb 5:8 (for the consonance or wordplay s. the reff. cited s.v. μανθάνω 3). π. τι ὑπό τινος endure someth. at someone’s hands (X., Hiero 7, 8, Symp. 1, 9; Jos., Ant. 7, 209; 12, 401; s. 3aβ above) Mk 5:26; 1 Th 2:14; B 7:5. Also π. τι ἀπό τινος (Dio Chrys. 67 [17], 11; Lucian, D. Deor. 6, 4; Orig., C. Cels. 8, 27, 5) Mt 16:21; perh. Lk 9:22. π. τι ἕνεκά τινος endure someth. for someone’s sake 2 Cl 1:2. Also π. τι διά τινα ISm 2a (Just., D. 117, 3; Mel., P. 59, 435). ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν Ac 9:16 (π. τι ὑπέρ τινος as Jos., Ant. 13, 199).—WWichmann, D. Leidenstheologie, e. Form der Leidensdeutung im Spätjudentum 1930; HVondran, D. Leidensgedanke im Spiegel d. Selbstbewusstseins Jesu: NKZ 43, ’32, 257–75; RLiechtenhan, D. Überwindung d. Leidens b. Pls. u. in d. zeitgen. Stoa: ZTK n.s. 3, 1922, 368–99; WMichaelis, Herkunft u. Bed. des Ausdrucks ‘Leiden u. Sterben J. Chr.’ ’45; HRiesenfeld, Jésus Transfiguré, ’47, 314–17 (Le Messie Souffrant …); ELohse, Märtyrer u. Gottesknecht (Sühntod Jesu Christi), ’55; EGüttgemanns, D. leidende Apostel, ’66.—K Schelkle, Die Passion Jesu etc., ’49; JGreen, The Death of Jesus ’88; RBrown, The Death of the Messiah, 2 vols. ’94; ACollins, From Noble Death to Crucified Messiah, NTS 40, ’94, 481–503; on alleged anti-Judaism in Luke’s passion narrative, s. HMerkel, NTS 40, ’94, 394–95 (lit.).—Schmidt, Syn. I 424–441. DELG. M-M. EDNT. DLNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πάσχω

  • 28 ἀγρυπνέω

    ἀγρυπνέω (Theognis et al.; pap, LXX; JosAs 25:3; Philo, Aet. M. 70; Tat. 11, 2: lit. ‘to keep oneself awake, be awake’) in our lit. fig.
    to be vigilant in awareness of threatening peril, be alert, be on the alert, keep watch over someth., be on guard: ἀγρυπνεῖτε Mk 13:33; Lk 21:36 (cp. 1 Esdr 8:58; 2 Esdr 8:29).
    to be alertly concerned about, look after, care for (Plut., Mor. 337b; OGI 521, 6; Da 9:14 ἀ. ἐπὶ τὰ κακά; En 100:8 ἀ. νοήσαι τὸ κακόν); ἀ. ὑπὲρ τῶν ψυχῶν Hb 13:17; εἰς αὐτό Eph 6:18; ἀ. οὐκ εἰς τὸ ἀγαθὸν ἀλλʼ εἰς τὸ πονηρόν D 5:2; οὐκ εἰς φόβον θεοῦ ἀλλὰ ἐπὶ τὸ πονηρόν B 20:2.—GTheissen, Sociology of Early Christianity, tr. JBowden, ’78. DELG s.v. ἀγρός. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀγρυπνέω

См. также в других словарях:

  • Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Платон — У этого термина существуют и другие значения, см. Платон (значения). Платон …   Википедия

  • АБСОЛЮТ — абсолютное [лат. absolutus отрешенный, неограниченный, безусловный, безотносительный, совершенный, полный], термин философии и богословия. Происхождение термина не установлено, тем не менее прослеживаются его религиозно культовые, юридические и… …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • εριστική — (από το έρις = φιλονικία, λογομαχία). Με γενική έννοια, η τέχνη γύρω από τις συζητήσεις και ιδιαίτερα με τη σημασία της επιβολής των απόψεων ενός ατόμου με τη χρησιμοποίηση ειδικών επιχειρημάτων (σοφισμάτων), γι’ αυτό και είναι ταυτόσημη με τη… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ideenlehre — Übersicht zur Ideenlehre Die Ideenlehre ist ein Kernstück der Philosophie des antiken griechischen Philosophen Platon. Die platonische Idee bezeichnet im Unterschied zum modernen Begriff nicht etwa einen Einfall oder Gedanken. Die Idee/Form (gr.… …   Deutsch Wikipedia

  • За добро не жди добра — За добро не жди добра. Ср.                         Свинья... Наѣлась жолудей до сыта, до отвала... И рыломъ подрывать у Дуба корни стала. «Неблагодарная!» промолвилъ Дубъ ей тутъ; «Когда бы вверхъ могла поднять ты рыло, Тебѣ бы видно было, Что… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • БЫТИЕ —     БЫТИЕ (греч. εἶναι, οὐσία; лат. esse), одно из центральных понятий философии. В разные культурно исторические эпохи формировался особый язык для выражения разных определений бытия. Понятия «сущее», «сущность», «существование», «субстанция»… …   Античная философия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»