Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μόριος

См. также в других словарях:

  • Μόριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόριος — (I) μόριος, ὁ (Α) [μόρια] προσωνυμία τού Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών τής Αθήνας. (II) μόριος, α, ον (Α) [μόρος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προορίζεται για ταφή («μορία γῆ», Ανθ. Παλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος ἄπληστος» …   Dictionary of Greek

  • Μορίω — Μόριος masc nom/voc/acc dual Μόριος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίαις — μόριος fem dat pl μορία the sacred olives fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίη — μόριος fem nom/voc sg (epic ionic) μορία the sacred olives fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίην — μόριος fem acc sg (epic ionic) μορία the sacred olives fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίης — μόριος fem gen sg (epic ionic) μορία the sacred olives fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορίοιν — Μόριος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορίοις — Μόριος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορίοισι — Μόριος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»