-
1 ελάι
ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: fut ind mid 2nd sg (attic epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: fut ind act 3rd sg (attic epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres subj mp 2nd sg (epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres ind mp 2nd sg (epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres subj act 3rd sg (epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres ind act 3rd sg (epic) -
2 ἐλᾶι
ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: fut ind mid 2nd sg (attic epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: fut ind act 3rd sg (attic epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres subj mp 2nd sg (epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres ind mp 2nd sg (epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres subj act 3rd sg (epic)ἐλᾷ, ἐλαύνωdrive: pres ind act 3rd sg (epic) -
3 ἐλαι-ακόνη
ἐλαι-ακόνη, ἡ, Oelwetzstein, auf dem man Oel zum Schleifen braucht, Paul. Aeg.
-
4 ἐλαι-ώδης
-
5 ἐλαί-αγνος
ἐλαί-αγνος, ὁ, od. ἐλέαγνος, Hesych., eine böotische Sumpfpflanze, vielleicht vitex agnus castus, Theophr.
-
6 ἐλαιήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιήεις
-
7 ἐλαίαγνος
A goat's willow, Salix Caprea, Thphr.HP4.10.1,2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαίαγνος
-
8 ἐλαιάεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιάεις
-
9 ἐλαιακόνη
ἐλαι-ᾰκόνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιακόνη
-
10 ἐλαιηρός
A of or for oil,κεράμια Hp.Mul.2.114
; (Palmyra, ii A.D.); of oils, ; ἐ.δρόσος, i.e. oil, AP5.3 (Phld.); κόλον ἐ. PSI5.535.46 (iii B.C.);ἐ. ἐν πεδίῳ
oil-producing,IG
14.933.3 of bees, honied, dub. in Pi.Fr.123.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιηρός
-
11 ἐλαιώδης
ἐλαι-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιώδης
-
12 ἐλαιών
II the Mount of Olives, Olivet, Act.Ap. 1.12, al., J.AJ7.9.2. -
13 ἐλαιωνέω
A purchase oil for the state, Inscr.Cos 113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιωνέω
-
14 ἐλαιώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιώνης
-
15 ἐλαιωνία
ἐλαι-ωνία, ἡ,A purchase of oil for the state, Dig. 27.1.6.8, Cod.Just.10.(56) 55.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιωνία
-
16 ἐλαιωνίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιωνίδιον
-
17 ἐλαιωνικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιωνικός
-
18 ἐλαιώνιον
ἐλαι-ώνιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιώνιον
-
19 ἐλαιωνοπαράδεισος
A garden and olive-yard, POxy.639 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιωνοπαράδεισος
-
20 ἐλαίωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαίωσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐλᾶι — ἐλᾷ , ἐλαύνω drive fut ind mid 2nd sg (attic epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive fut ind act 3rd sg (attic epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive pres subj mp 2nd sg (epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive pres subj act 3rd sg (epic) ἐλᾷ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλᾳ — ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor imperat mid 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor inf act ἕλαι , ἕλη fem nom/voc pl ἕλᾱͅ , ἕλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλ' — ἕλε , αἱρέω take with the hand aor imperat act 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor imperat mid 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor inf act ἕλα , αἱρέω take with the hand aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἕλε , αἱρέω take with the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυτουργείον — ζυτουργεῑον, τὸ (Α) πάπ. το ζυθουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύτος + ουργειο (< ουργός < έργο), πρβλ. ελαι ουργείο, ερι ουργείο] … Dictionary of Greek
θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… … Dictionary of Greek
ιππωνία — η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη) η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό αρχ. φόρος για την πώληση ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνία (< ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο ωνία, ελαι ωνία] … Dictionary of Greek
καμηλών — καμηλών, ῶνος, ὁ (Α) πάπ. στάβλος για καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ων, δηλωτικό τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ελαι ών)] … Dictionary of Greek
καπρών — καπρών, ῶνος, ὁ (Α) χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + κατάλ. ών δηλωτική τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ελαι ών)] … Dictionary of Greek
κεδρώνας — ο δάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ώνας (< αρχ. κατάλ. ών), πρβλ. αμπελ ώνας, ελαι ώνας] … Dictionary of Greek
κηρουργία — κηρουργία, ἡ (Α) η παρασκευή ή παραγωγή κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο εργία με συναίρεση < κηρός + εργία < εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι ουργία, υαλ ουργία] … Dictionary of Greek
κοκκυμηλών — κοκκυμηλών, ῶνος, ὁ (Α) κήπος με δαμασκηνιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκύμηλον + κατάλ. ών / ῶνος (πρβλ. δαφν ών, ελαι ών)] … Dictionary of Greek