Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έλαι

См. также в других словарях:

  • ἐλᾶι — ἐλᾷ , ἐλαύνω drive fut ind mid 2nd sg (attic epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive fut ind act 3rd sg (attic epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive pres subj mp 2nd sg (epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive pres ind mp 2nd sg (epic) ἐλᾷ , ἐλαύνω drive pres subj act 3rd sg (epic) ἐλᾷ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλᾳ — ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor imperat mid 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor inf act ἕλαι , ἕλη fem nom/voc pl ἕλᾱͅ , ἕλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλ' — ἕλε , αἱρέω take with the hand aor imperat act 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor imperat mid 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor inf act ἕλα , αἱρέω take with the hand aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἕλε , αἱρέω take with the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυτουργείον — ζυτουργεῑον, τὸ (Α) πάπ. το ζυθουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύτος + ουργειο (< ουργός < έργο), πρβλ. ελαι ουργείο, ερι ουργείο] …   Dictionary of Greek

  • θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ιππωνία — η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη) η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό αρχ. φόρος για την πώληση ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνία (< ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο ωνία, ελαι ωνία] …   Dictionary of Greek

  • καμηλών — καμηλών, ῶνος, ὁ (Α) πάπ. στάβλος για καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ων, δηλωτικό τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • καπρών — καπρών, ῶνος, ὁ (Α) χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + κατάλ. ών δηλωτική τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

  • κεδρώνας — ο δάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ώνας (< αρχ. κατάλ. ών), πρβλ. αμπελ ώνας, ελαι ώνας] …   Dictionary of Greek

  • κηρουργία — κηρουργία, ἡ (Α) η παρασκευή ή παραγωγή κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο εργία με συναίρεση < κηρός + εργία < εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι ουργία, υαλ ουργία] …   Dictionary of Greek

  • κοκκυμηλών — κοκκυμηλών, ῶνος, ὁ (Α) κήπος με δαμασκηνιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκύμηλον + κατάλ. ών / ῶνος (πρβλ. δαφν ών, ελαι ών)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»