Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γόμος

См. также в других словарях:

  • γόμος — ship s freight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμος — ο (AM γόμος) [γεμώ] μσν. νεοελλ. (στη μαγειρική) γέμιση, παραγέμισμα νεοελλ. 1. υλικό με το οποίο γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κ.λπ. 2. γόμωση πυροβόλου όπλου αρχ. 1. φορτίο πλοίου 2. φορτίο υποζυγίου …   Dictionary of Greek

  • γόμος — ο 1. γέμιση μαξιλαριού ή στρώματος: Έβαλε γόμο στο μαξιλάρι πούπουλα. 2. γέμιση φαγητού: Έβαλα γόμο στην πάπια ρύζι και κιμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γόμοι — γόμος ship s freight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμοις — γόμος ship s freight masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμον — γόμος ship s freight masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμου — γόμος ship s freight masc gen sg γομόω load pres imperat act 2nd sg γομόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμους — γόμος ship s freight masc acc pl γομόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμων — γόμος ship s freight masc gen pl γομόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γομόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμῳ — γόμος ship s freight masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέργομος — ον, ΜΑ παραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ. β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά γομος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»