Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Φίλητος

См. также в других словарях:

  • φιλητός — to be loved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • φιλητόν — φιλητός to be loved masc acc sg φιλητός to be loved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητοῖς — φιλητός to be loved masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητοί — φιλητός to be loved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητούς — φιλητός to be loved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητῆς — φιλητός to be loved fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητέ — φιλητός to be loved masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητή — φιλητός to be loved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητῶς — φιλητός to be loved adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»