-
1 Φίλητος
Φίλητος, ου, ὁ (also Φιλητός; on the accent s. Kühner-Bl. I 329f; Tdf., Proleg. 103) (ins; POxy 72, 17 [90 A.D.]) Philetus (‘Worthy-of-love’), an otherw. unknown dissident, mentioned w. Hymenaeus 2 Ti 2:17.—DELG s.v. φίλος. M-M. -
2 φιλητός
-
3 φιλητος
-
4 φιλητός
φιλητόςto be loved: masc nom sg -
5 φιλητός
φιλητός, geliebt, liebenswürdig -
6 Φίλητος
{собств., 1}Один из еретиков и отступников (по-видимому, гностиков), отвергавших воскресение тела и тем разрушавших веру в других (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Φίλητος
-
7 Φίλητος
{собств., 1}Один из еретиков и отступников (по-видимому, гностиков), отвергавших воскресение тела и тем разрушавших веру в других (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Φίλητος
-
8 Φίλητος
Филит (еретик).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φίλητος
-
9 Φίλητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φίλητος
-
10 φιλητός
II Adv.- τῶς
in a friendly spirit,Eust.
1490.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλητός
-
11 περι-φίλητος
περι-φίλητος, sehr geliebt, App. B. C. 4, 85.
-
12 παμ-φίλητος
παμ-φίλητος, von Allen geliebt, Eust.
-
13 πολυ-φίλητος
πολυ-φίλητος, vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.
-
14 τρι-φίλητος
τρι-φίλητος, dreimal, d. i. sehr geliebt, Theocr. 15, 86.
-
15 εὐ-φίλητος
εὐ-φίλητος, vielgeliebt, πόλιν εὐφιλήταν ἔϑου Aesch. Spt. 107.
-
16 μουσο-φίλητος
μουσο-φίλητος, von den Musen geliebt, Carinn. 23.
-
17 θο-φίλητος
θο-φίλητος, von Gott geliebt, ϑεοφιλάταν γυναῖκα Phint. Stob. flor. 74, 61.
-
18 ἀ-φίλητος
ἀ-φίλητος, nicht geliebt, Soph. O. C. 1699.
-
19 ἀξιο-φίλητος
ἀξιο-φίλητος, liebenswürdig, Xen. Oec. 10, 3, 5.
-
20 φιλητόν
φιλητόςto be loved: masc acc sgφιλητόςto be loved: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
φιλητός — to be loved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… … Dictionary of Greek
φιλητόν — φιλητός to be loved masc acc sg φιλητός to be loved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητοῖς — φιλητός to be loved masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητοί — φιλητός to be loved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητούς — φιλητός to be loved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῆς — φιλητός to be loved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητέ — φιλητός to be loved masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητή — φιλητός to be loved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῶς — φιλητός to be loved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)