-
61 μουσοφίλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοφίλητος
-
62 πασιφίλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πασιφίλητος
-
63 πολυφίλητος
A much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφίλητος
-
64 τριφίλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριφίλητος
-
65 ἀξιοφίλητος
A worth loving, X.Oec. 10.3, Stoic.3.180.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοφίλητος
-
66 ἀξιοφίλητος
-
67 ἀφίλητος
-
68 εὐφίλητος
-
69 θοφίλητος
-
70 μουσοφίλητος
-
71 παμφίλητος
-
72 περιφίλητος
-
73 πολυφίλητος
-
74 τριφίλητος
τρι-φίλητος, dreimal, = sehr geliebt
См. также в других словарях:
φιλητός — to be loved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… … Dictionary of Greek
φιλητόν — φιλητός to be loved masc acc sg φιλητός to be loved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητοῖς — φιλητός to be loved masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητοί — φιλητός to be loved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητούς — φιλητός to be loved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῆς — φιλητός to be loved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητέ — φιλητός to be loved masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητή — φιλητός to be loved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῶς — φιλητός to be loved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)