-
1 περι-φίλητος
περι-φίλητος, sehr geliebt, App. B. C. 4, 85.
-
2 περιφίλητος
См. также в других словарях:
περιφίλητος — ον, Α πολυφίλητος, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιλητός (< φιλῶ «αγαπώ»)] … Dictionary of Greek
1 περι-φίλητος
περι-φίλητος, sehr geliebt, App. B. C. 4, 85.
2 περιφίλητος
περιφίλητος — ον, Α πολυφίλητος, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιλητός (< φιλῶ «αγαπώ»)] … Dictionary of Greek