-
1 τρι-φίλητος
τρι-φίλητος, dreimal, d. i. sehr geliebt, Theocr. 15, 86.
-
2 τριφίλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριφίλητος
-
3 τριφίλητος
τρι-φίλητος, dreimal, = sehr geliebt -
4 τριφιλητος
См. также в других словарях:
τριφίλητος — ον, Α τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ φίλητος] … Dictionary of Greek