Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολυ-φίλητος

См. также в других словарях:

  • πολυφίλητος — η, ο / πολυφίλητος, ον, ΝΑ αυτός που τόν αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ φίλητος] …   Dictionary of Greek

  • θεοφίλητος — θεοφίλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός ή οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φίλητος (< φιλώ), πρβλ. α φίλητος, πολυ φίλητος] …   Dictionary of Greek

  • παντοφίλητος — ον, Μ αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φιλητός (< φιλώ), πρβλ. πολυ φίλητος] …   Dictionary of Greek

  • τριφίλητος — ον, Α τρισαγαπημένος, πολυαγαπημένος («τριφίλητος Ἄδωνις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φιλητός (< φιλῶ), πρβλ. πολυ φίλητος] …   Dictionary of Greek

  • ευφίλητος — εὐφίλητος, ον (Α) αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»