-
1 φιλητος
-
2 Φίλητος
{собств., 1}Один из еретиков и отступников (по-видимому, гностиков), отвергавших воскресение тела и тем разрушавших веру в других (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Φίλητος
-
3 Φίλητος
{собств., 1}Один из еретиков и отступников (по-видимому, гностиков), отвергавших воскресение тела и тем разрушавших веру в других (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Φίλητος
-
4 Φίλητος
Филит (еретик).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φίλητος
-
5 Φίλητος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φίλητος
-
6 αξιοφιλητος
-
7 αφιλητος
-
8 ευφιλητος
-
9 τριφιλητος
-
10 5372
{собств., 1}Один из еретиков и отступников (по-видимому, гностиков), отвергавших воскресение тела и тем разрушавших веру в других (2Тим. 2:17).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5372
См. также в других словарях:
φιλητός — to be loved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… … Dictionary of Greek
φιλητόν — φιλητός to be loved masc acc sg φιλητός to be loved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητοῖς — φιλητός to be loved masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητοί — φιλητός to be loved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητούς — φιλητός to be loved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῆς — φιλητός to be loved fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητέ — φιλητός to be loved masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητή — φιλητός to be loved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητῶς — φιλητός to be loved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)