-
1 ΤΡΑΏ
-
2 δια-τράω
δια-τράω, = διατετραίνω; διατρήσαις Ael. N. A. 9, 17.
-
3 ἐπι-τράω
-
4 τετραίνω
-
5 τιτράω
-
6 τιτρώσκω
τιτρώσκω, fut. τρώσω, perf. pass. τέτρωμαι (s. τρώω, verwandt mit ΤΡΑΩ), verwunden, beschädigen; μή πως οἰνωϑέντες ἀλλήλους τρώσητε, Od. 16, 293; μήπως ἴππους τε τρώσῃς = βλάψῃς, Il. 23, 341; das praes. hat Hom. noch nicht; ἐὰν ϑνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύϑησϑε, Aesch. Spt. 224; Ag. 842; αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι, Her. 8, 18; u. übertr., ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν, Eur. Hipp. 392; τρώσει νιν οἶνος, Cycl. 421; ἔτρωσαν πολλὰς τῶν νεῶν, Thuc. 4, 14, wie Pol. 2, 10, 4, u. öfter von Schiffen; τὰ παραδείγματα ἡμᾶς τὰ νῦν δὴ λεχϑέντα οὐδὲν τιτρώσκει, Plat. Phil. 13 c; ἐάν τε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωϑησόμενον ἢ ἀποϑανούμενον, Crit. 51 b; ἐτέτρωτο, Xen. Hell. 7, 4, 23.
-
7 ἀμφι-τρής
ἀμφι-τρής, ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.
-
8 ἐπιτράω