Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ΠΝΥ

См. также в других словарях:

  • πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»