-
1 Κερδών
-
2 Κερδῶν
-
3 κερδών
κέρδοςgain: neut gen pl (attic epic doric)κερδαίνωgain: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κερδώthe wily one: fem gen pl -
4 κερδῶν
κέρδοςgain: neut gen pl (attic epic doric)κερδαίνωgain: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κερδώthe wily one: fem gen pl -
5 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
6 ἄ-θικτος
ἄ-θικτος, dasselbe, νόσοις Aesch. Suppl. 556; ἡ παρϑένος Araros B. A. 82, u. so, jungfräulich, ἅμματα παρϑενίης Ant. S. 85 (VII, 164); nicht zu berühren, heilig, Aesch. Ag. 362; χῶρος Soph. O. C. 39; τῶν ἀϑίκτων ἕξεται O. R. 891; γᾶς ὄμφαλον 897. Mit dem gen., wo es auch act., nicht berührend, fein kann, κερδῶν, d. i. nicht zu bestechen, Aesch. Eum. 674; ἡγητῆρος, d. i. ohne Führer, Soph. O. C. 1517; Eur. Hippol. 1006. Oft bei Plut., κακίας Num. 20; δωροδοκίας Cic. 10; aber auch dat., Pomp. 23; ὑπὸ τοῦ πυρός Pyrrh. 3.
-
7 ἐφ-ίημι
ἐφ-ίημι (s. ἵημι), ion. ἐπίημι, – 1) zusenden, zuschicken, Ἶριν Πριάμῳ Il, 24, 117; bes. in feindlicher Beziehung, aufreizen, aufhetzen, βέλεα, ἔγχος μελίην τινί, ein Geschoß gegen Einen schleudern, schießen, 16, 812. 15, 444; ähnlich χεῖράς τινι, Od. 20, 39 u. öfter, Hand an Jemand legen; ein unglückliches Geschick über Einen verhängen, ihm auferlegen, μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, 19, 550 u. sonst; νόστον, ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε 9, 38; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il. 1, 445; so auch Tragg., πάντ' ἐφήσω μόρον Aesch. Eum. 478, τέκνοις δ' ἀραίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφάς Spt. 768; ὡς δυςτυχῆ Θήβαισιν ἀκτῖν' ἐφῆκας Eur. Phoen. 5, χέρα τινί Hec. 1128; auch μήποτ' ἐπ' ἐμοὶ τόξων ἐφείης ὀϊστόν, Med. 634; πεδία ἐς τάδ' οὐκ ἐφῆκέ πω στρατόν Heracl. 393, er hat noch kein Heer in dieses Land herangeführt; ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν εἴς τι, loslassen die Zunge, Andr. 955; τὸ ὕδωρ ἐπῆκαν ἐπὶ τὴν ἔςοδον, sie leiteten es nach dem Eingange Her. 7, 176; – zulassen, ὄνους ταῖς ἵπποις, zum Bespringen, Her. 4, 30; Arist. A. H. 9, 47; – νέμονται αἱ ἀγέλαι, ἐφ' ὁποῖα ἂν αὐτὰς ἐφιῶσιν οἱ νομεῖς Xen. Cyr. 1, 1, 2, schlechtere Lesart ἐπάγωσιν, wo die Hirten sie hingehen lassen; – feindlich, angreifen lassen, τὴν ἵππον τῷ στρατοπέδῳ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας, Her. 5, 63. 9, 49; τὴν ἵππον ἀϑρόαν αὐ-τοῖς ἐφείς Plut. Arist. 14; Pol.; – τῷ κακῷ ἐφιέναι δεῖ τὴν ὀργήν, den Zorn gegen ihn richten, Plat. Legg. V, 731 d; – hinschleudern u. preisgeben, ἐλλοῖς ἰχϑύσιν διαφϑοράν Soph. Ai. 1276. – Bei Hom. auch c. inf., antreiben, anreizen, χόλος, ὅστ' ἐφέηκε πολύφρονά περ χαλεπῆναι Il. 18, 108, vgl. Od. 14, 464; ὅτε μ' ἐχϑοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ, wenn du mich anreizen wirst, mich der Hera zu verfeinden, Il. 1, 518; ἀδινὸν στοναχῆσαι ἐφείην 18, 124; auch geradezu befehlen, heißen, νῦν δ' ἐφίητι τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9; τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώ-κειν Xen. Cyr. 4, 2, 24. – 21 überlassen, hingeben, ταρσὸν πνοιῇ Ap. Rh. 2, 934; nachlassen, καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. Prot. 338 a; gestatten, ἐπειδή σοι ἐφῆκα πᾶν λέγειν Soph. El. 621, wie ἢν ἐφῇς μοι 544; πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησι Plat. Legg. IX, 876 e; absolut, einem vorangegangenen ἔξεστι entsprechend, Andoc. 1, 55; οἷς οὐκέτι ἐφίεσαν οἱ ξύμμαχοι τὴν ἡγεμονίαν Thuc. 1, 95; οὐδ' ἢν ὁ Λάκων ἐπίῃ τοι ἄρχειν ἡμεῖς ἐπήσομεν Her. 7, 161, vgl. 3, 113; Xen. Hell. 7, 4, 7 u. sonst; τὴν ἀποσκευὴν ἐφῆκε τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D. Sic. 14, 75; a. Sp., wie τὰς δόσεις Plut. Sol. 21; auch pass. ἐφείϑη, es wurde gestattet, Arist. u. Folgde. – In Athen, δίκην, einen Proceß einer höheren Behörde zur Entscheidung überlassen, also appelliren, z. B. vom Schiedsrichter an die Entscheidung des eigentlichen Gerichts, ἐφῆκεν εἰς τὸ δικαστήριον, τὰς μικρὰς δίκας εἰς ὑμᾶς ἐφιᾶσιν, Dem. 40, 31, vgl. 55; ähnlich ἐφῆκεν ἡμᾶς ἐς τὸ δικαστήριον, er wies uns an den Gerichtshof, forderte uns vor, 34, 21; absol., ἐφιέναι δίδωσιν ὁ νόμος εἰς ἄλλο δικαστήριον Luc. Hermot. 30; a. Sp., wie D. Cass. 37, 27; ἀπό τινος, von Jem., 64, 2. – Auch intrans., wo man ἑαυτόν hinzudenken kann, sich überlassen, hingeben, ὅταν τις ἐφιῇ ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. Rep. III, 388 e; Tim. 59 d; ὀργῇ D. Hal.; bes. ἡδονῇ. – 31 med., – al sich wonach strecken, begehren. wonach trachten, κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο Soph. O. C. 1601; ὧν δὲ σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον Phil. 1299; τῆς κακίστης δαιμόνων φιλοτιμίας Euripid. Phoen. 531; neben ϑηρεύω Plat. Phil. 20 d; τῶν πραγμάτων Crat. 419 c; τ οῦ ἀρίστου Phaedr. 237 d; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Thuc. 1, 8. 128; Folgde; ἐφιέμενοι τῆς πάσης ἄρξειν Thuc. 6, 6; τῆς ἡδονῆς Arist. Eth. oft; τῶν προςώπων, nach dem Gesichte zielen, mit den Geschossen, Plut. Pomp. 71; τῶν ὄψεων Caes. 45; ὀρχηστικῆς u. ä., die Kunst erlernen wollen, sich ihr widmen, Pol. 9, 20, 7. – b) zulassen, gestatten; οὐδ' ἐφέστιον ἄλλην τραπέσϑαι Λοξίας ἐφίετο, er gestattete nicht, verbot, Aesch. Ch. 1035; κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ ϑέλοντι Soph. Phil. 615; ἡ πόλις σοι ἐφεῖτο ὅ τι ἐβούλου ποιῆσαι Xen. An. 6, 4, 31; οὐκ ἐφίετο αὐτοῖς τέχνης ἅψασϑαι βαναύσου Plut. Lyc. 24. – c) auftragen, befehlen; ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι Il. 23, 82; ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od. 13, 7; οὐ μέντοι τόδ' ἐφιεμένῃ ἀπιϑήσω Il. 24, 300; ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 4; ὅντιν' ἀρτίως μολεῖν ἐφιέμεσϑα Soph. O. R. 1055; Ai. 970 El. 1100; wohin man auch rechnet χαίρειν, Ἀϑάνα, τἄλλ' ἐγώ σ' ἐφίεμαι Ai. 112, an χαίρειν σε κελεύω erinnernd, ich wünsche, daß im Uebrigen du dich freuen magst, daß sonst dein Wille geschehe; ὥςπερ σὸν κέλευσμ' ἐφίεται Eur. I. T 1483; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Bacch. 439; ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ὥρᾳ ἥκειν Ar. Vesp. 242; so auch wohl ὁ δὲ εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος στρατιὰν προςαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. 4, 108. Über die Quantität des ι s. ἵημι.
-
8 ἴδιος
ἴδιος, auch 2 End., wie Plat. Prot. 349 b Arist. gen. an. 3, 10 (vgl. ἰδέα), eigenthümlich; – a) den Einzelnen betreffend; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος Od. 3, 82, δήμιον ἢ ἴδιον 4, 314, des einzelnen Mannes eigene Angelegenheit, Ggstz Volksod. Staatsangelegenheit; Pind. ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς Ol. 13, 47, ἴδια ναυστολέοντες ἐπικώμια N. 6, 33; bei Her. 8, 109 sind ἱερά u. ἴδια entgeggstzt. Gewöhnlich dem δημόσιος od. κοινός gegenüberstehend, πλούτῳ ἰδίῳ καὶ δημοσίῳ Thuc. 1, 80; ξυμφοραὶ ἴδιαι, Ggstz αἱ τῆς πόλεως, 2, 60, öfter; ἴδιος, οὐ κοινὸς πόνος Plat. Rep. VII, 535 b; ἴδιον οὐδὲν οὐδενὶ ἐχούσας, κοινὰς δὲ πᾶσι οἰκήσεις VIII, 543 d; εἰ πεινῶντες ἀγαϑῶν ἰδίων ἐπὶ τὰ δημόσια ἴασιν VII, 521 a; ἰδία ἢ πολιτικὴ πρᾶξις Gorg. 484 d, Privat- oder Staatsangelegenheit; πόλεσί τε καὶ ἰδίοις οἴκοις Legg. X, 890 b, wie εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους VII, 796 d; διὰ τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν οὐ δύνανται τοῖς αὑτῶν ἰδίοις προςέχειν τὸν νοῦν Isocr. 8, 127; Folgde. Vgl. noch οὐκ ἐπαισχύνεσϑε γῆς οὕτω νοσούσης ἴδια κινοῦντες κακά Soph. O. R. 636; Eur. Hec. 640; – ἴδιοι, Privatleute, Plat. Soph. 225 b. – b) eigen, eigenthümlich, von Seiten des Besitzes, keinem Anderen gehörig; Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων, ἰδίᾳ γνώμῃ σέβεσϑαι ϑνητούς, Aesch. Prom. 402. 542; οὔ τοι τὰ χρήματ' ἴδια κέκτηνται βροτοί, sie besitzen sie nicht als ihr Eigenthum, Eur. Phoen. 558; ἡ ἰδίη ἐλευϑερία, persönliche Freiheit, Her. 7, 147; ἴδια κέρδεα προςδεκόμενοι παρὰ τοῦ Πέρσεω οἴσεσϑαι, Vortheil für sich, 6, 100, wie κερδῶν ἰδίων ἐπιϑυμῶν Ar. Ran. 360; häufig in Att, Prosa; τὸ ἴδιον, eigenes Besitzthum, Eigenthum, Plat. Gorg. 502 c; Xen. Hell. 1, 14, 13; τὰ ὑμέτερα ἴδια Dem. 19, 307 u. sonst bei den Rednern; τὰ ἴδια πράττειν, seine eigenen Geschäfte besorgen, Ggstz ἀλλότριος. Auch μένειν ἐπὶ τῶν ἰδίων, zu Hause bleiben, Pol. 3, 99, 4; εἰ δεῖ τοὐμὸν ἴδιον εἰπεἵν, meine persönliche Ansicht, Isocr. 6, 8. – Jem. eigen, zugethan, anverwandt, Pol. 21, 4, 4 D. Sic. 11, 26 D. L. 1, 26. – c) eigen, besonders, wodurch eines vom andern unterschieden ist; ἴδιοί τινές σου ϑεοί, κόμμα καινόν Ar. Ran. 890; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Plat. Prot. 349 d; ἑνὶ οὐκ ἔχομεν ὀνόματι προςειπεῖν ἰδίῳ αὐτοῦ Rep. IX, 580 e, vgl. Polit. 272 c εἴ τινά τις ἰδίαν δύναμιν ἔχουσα ᾔσϑετό τι διάφορον τῶν ἄλλων; mit folgdm ἤ, Gorg. 481 c εἴ τις ἴδιόν τι ἔπασχε πάϑος ἢ οἱ ἄλλοι, verschieden von den Anderen; ἔϑνος ἴδιον, ein besonderes Voll, καὶ οὐδαμῶς Σκυϑικόν, Her. 4, 18. 22; καὶ περιττὸν γένος τῶν μελιττῶν Arist. gen. anim. 3, 10; ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν H. A. 4, 9; ἴδιος ἄνϑρωπος, als eigener, besonderer Mensch, καὶ περιττός Plut. Cat. mai. 25, der auch παράδοξον εἰπεῖν τι καὶ περιττὸν καὶ ἴδιον vrbdt, wie auch wir sagen: etwas ganz Besonderes; – λόγοι ἴδιοι, Prosa, im Ggstz von ποίησις, Plat. Rep. II, 366 e. – Comparat. ἰδιώτεραι πράξεις Isocr. 12, 73, wie ἰδίωτατον Dem. 23, 65, v. l. ἰδιαίτατα, u. so ἰδιαίτερος Theophr. u. Sp.; ἰδιαίτερον διαλεχϑῆναί τινι, heimlicher, Hdn. 7, 6, 14; ἰδιαίτατα D. Sic. 19, 1. – Adv. ἰδίως, Plat. Legg. VII, 807 b u. A. Häufig auch ἰδίᾳ, privatim, für steh, im Ggstz von δημοσίᾳ oder κοινῇ, Ar. Equ. 467 Thuc. 1, 141 Xen. u. A., Plat. Rep. II, 366 e.
-
9 αθικτος
21) досл. нетронутый, незадетый, перен. незапятнанныйἀδῄωτος καὴ ἄ. χώρα Plut. — область, уцелевшая от разорения;ἄ. τινος Soph., Plut., τινι Aesch. и ὑπό τινος Plut. — нетронутый кем(чем)-л., недоступный для чего-л.;2) неприкосновенный, заповедный, священный(χῶρος Soph.; ἱερά Plut.)
τὰ ἄθικτα Aesch., Soph. — священные предметы, святыни -
10 κρεισσων
атт. κρείττων, дор.-ион. κρέσσων 2, gen. ονος [compar. к κρατύς и ἀγαθός]1) более сильный(κρείσσοσιν μάχεσθαι, κ. ἀρετῇ τε βίῃ τε Hom.)
κρείσσονες θεοί Aesch. — более могущественные, (чем мы), боги;τὰ κρείσσω Eur. — высшие силы;τὰ ὑπάρχοντα ἡμῖν κρείσσω Thuc. — присущие нам преимущества;κρεῖττον τὸ πλεῖον Arst. — сила на стороне большинства2) лучшийφθονέεσθαι κρέσσον ἐστὴ ἢ οἰκτείρεσθαι Her. — лучше быть предметом зависти, чем сострадания
3) превосходящий (в чём-л), большийὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Aesch. — высота большая, чем прыжок, т.е. непреодолимое препятствие;
κρείσσονα ἀγχόνης εἰργασμένα Soph. — деяния, за которые удавить мало;πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον Thuc. — вещь, превзошедшая (всякое) ожидание;κρεῖττον λόγου κάλλος Xen. — неизреченная красота;κ. τῆς ἡμετέρας δυνάμεως Xen. — свыше наших сил;κ. πυρός Eur. — страшнее огня;κ. χρημάτων Xen., Plut.; — презирающий деньги4) господствующий, управляющий, властвующийκρείττους αὑτῶν Plat. — господствующие над собой;
κ. γαστρὸς καὴ κερδῶν Xen. — чуждый чревоугодия и корыстолюбия -
11 превышение
1. (избыток) η υπέρβαση, το πλεόνασμα 2. (по высоте) η υπερύψωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превышение
-
12 приток
1. (поступление, пополнение, прилив) η εισροή 2. (нарастание, подъём) η αύξηση, η άνοδος 3. (река, впадающая в другую реку) о παραπόταμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приток
-
13 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
14 прибыль
-и θ.1. κέρδος•получить прибыль παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω•
крупная прибыль μεγάλο κέρδος•
погоня -за -ями κυνήγημα κερδών•
чжстая прибыль καθαρό κέρδος•
торговая прибыль εμπορικό κέρδος•
извлекать прибыль βγάζω κέρδος•
приносить прибыль (απο)φέρω κέρδος.
2. όφελος, ωφέλεια, απολαβή•какая мне в этом -? τι όφελος έχω απ αυτό;
3. αύξηση, ανέβασμα, άνοδος•прибыль населения αύξηση του πληθυσμού•
вода идёт на прибыль το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει.
εκφρ.пойти на прибыль – μεγαλώνω, αυξαίνω•день пошёл на прибыль – η μέρα άρχισε να μεγαλώνει. -
15 κέρδος
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225;οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311
, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13;κ. νομίσαι τι Th.7.68
; ὅτι .. Id.3.33;ἤν τι.. δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43
;ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697
; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν .. Id.Mon. 359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib. 364; part.,πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med. 454
; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr. 747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec. 607, 610: pl., gains, profits,περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ)κ. S.Ant. 326
;τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59
;τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270
:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN 1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14;ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807
.2 desire of gain,κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant. 222
;εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3
: pl.,κερδῶν ἄθικτος A.Eu. 704
; ;μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant. 1061
, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν ( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu. 1202.II in pl., cunning arts, wiles,ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322
, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib. 515;φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118
, cf. 88; ;ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216
; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.) -
16 φθονέω
A , JHS46.45 (Athens, iii/iv A.D.), AP5.303, 7.607 (Pall.), Nonn.D.3.159:—[voice] Med., [tense] fut. in pass. senseφθονήσομαι D.47.70
:—[voice] Pass., futφθονηθήσομαι X.Hier.11.15
: [tense] aor.ἐφθονήθην E.El.30
, X.Mem.4.2.33, etc.: [tense] pf. part.ἐφθονημένος J.AJ6.11.10
, Vett.Val.330.2: ([etym.] φθόνος):— bear ill-will or malice, grudge, be envious or jealous,I abs.,εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Il.4.55
,56; κρείττων δόξα τῶν φθονούντων too high for envy, D.3.24; εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον (cf.φθονερός 1.2
) Arist.Metaph. 982b32: c. acc. etinf., οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι I do not grudge that any should give thee, Od. 18.16;οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν S.Ant. 553
; ;ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἄνδρα ἕνα βασιλεῦσαι Hdt.8.109
; ἔφη (sc. ὁ Σωκράτης)φθονεῖν τοῦς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους X.Mem.3.9.8
; .2 c. dat. pers.,πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Hes.Op.26
;οὐ φ. ἀγαθοῖς Pi. P.3.71
; ;τισὶ φ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν Isoc.12.241
, cf. 8.13; freq. with part. added, φ. τινὶ εὖ πρήσσοντι to envy him for his good fortune, Hdt.7.236, 237;παιδικοῖς φ. οὐσίαν κεκτημένοις Pl.Phdr. 240a
, cf. Lys.27.11; without a Noun expressed, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φ., Isoc.1.26, Lys.21.15, etc.: c. dat. rei,φ. τοῖς ἀγαθοῖς τινος X.Cyr.2.4.10
(v.l. ἐπὶ τοῖς ἀγ., cf. Isoc. 1.26;ἐφ' οἷς ἕτεροι ποιήσαντες ἐτιμήθησαν φ. D.20.151
): c. gen. rei, ; οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθονέειν to be envious because of other men's goods Od.18.18: c. dat. pers. et gen. rei, bear a grudge against a person on account of a thing, E.HF 1309.3 resent, c. gen.,τῆς δοκήσεως τῶν κερδῶν Th.3.43
: c. dat. rei, feel righteous indignation at,ταῖς εὐπραγίαις τινῶν Isoc.8.124
; also c. dat. pers., Id.4.184, D.28.18.b φ. τινὶ folld. by ει .., or ἐάν .. take it ill or amiss that.., Hdt.3.146, X.HG2.4.29; μή μοι φθονήσητ', ει .. Ar.Ach. 496: abs., φ. ἐάν τις .. Lys.3.9; φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ .. E. Ion 1302; also φ. τινὶ ὅτι .., X.Cyr.3.1.39; φ. ὅτι .. Lys. 24.3, dub.l. in 18.16.II refuse from feelings of envy or ill-will, grudge, c. inf.,οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Od.11.381
;μὴ φθόνει κιρνάμεν Pi.I.5(4).24
;φράσαι E.Med.63
;σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ar.Th. 249
; μὴ φθονήσῃς is freq. in dialogue, do not refuse to do a thing,μὴ φ. διδάξαι Pl.R. 338a
, cf. Hp.Mi. 372e, Smp. 223a; alsoμὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι Id.Grg. 489a
; μὴ φθονήσῃς alone, Id.Prt. 320c; ;οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα Id.Ap. 33a
: c. part.,μηδέ μοι φθόνει λέγων A.Th. 480
(nisi leg. λόγων): c. acc. et inf.,τί φθονέεις.. ἀοιδὸν τέρπειν; Od.1.346
: c. dat. et inf.,τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι.. ἅψασθαι 19.348
; .2 grudge, refuse to grant a thing,φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τινα.. μαντικῆς ἔχεις ὁδόν S.OT 310
: c. dat. pers. et gen. rei,οὔ τοι ἡμιόνων φθονέω Od.6.68
; (lyr.), cf. E.Hec. 238;μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Pl.Euthd. 297b
, cf. X.Cyr.8.4.16;φ. τοῖς ἑαλωκόσι τῆς σωτηρίας Plb.6.58.5
: c. gen. rei only, to be grudging of a thing, πέπλων, καρποῦ, E.HF 333, Pl.Mx. 238a; μηδ' ὀλίγης φθονέσῃς γαίης JHS l. c.III [voice] Pass., to be envied or begrudged, Hdt.3.52, S.Fr. 188, E.El.30;διὰ σοφίαν φ. ὑπό τινος X.Mem.4.2.33
;ἐπ' ἐσθλοῖς E.Fr. 814
(lyr.);φθονηθέντα ὑπὸ Μοίρης JRS18.30
([place name] Phrygia): c. gen., to be grudged a thing,φ. τοῦ γάμου ὑπὸ δαιμονίου τινός Plu.2.772b
. -
17 ἄθικτος
ἄθικτος, ον,A untouched: mostly c. gen., untouched by a thing,ἀκτῖνος ἄ. S. Tr. 686
;ἄ. ἡγητῆρος Id.OC 1521
, etc.; κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον untouched by gain, i.e. incorruptible, A.Eu. 704, cf. Plu.Cim.10: c. dat.,νόσοις ἄ. A.Supp. 561
;ἄ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu. Per.13
.2 chaste, virgin, κόραι Ion Trag.11; , cf. Arar.14;ἄ. ἅμματα παρθενίης Epigr.Gr.248.8
(Phryg.);ἄ. εἰς Κυθηρίην σφρηγίς Herod.1.55
: of substances, ἄ. θεῖον, virgin sulphur, Ps.-Democr.Alch.p.45B.3 not to be touched, holy, τὸν ἄ. γᾶς ὀμφαλόν, of Delphi, S.OT 897; ἄ. οὐδ' οἰκητὸς [ὁ χῶρος] Id.OC39; ἄθικτα holy things, A.Ag. 371, S.OT 891.4 not to be touched, abominable, EM25.10.II [voice] Act., not touching, c. gen., Call.Dian. 201.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθικτος
-
18 ἐφίημι
Aἐφίητι Pi.I.2.9
, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐπιεῖσι Hdt.4.30
: [tense] fut.ἐφήσω Od. 13.376
: [tense] aor. 1 ind. ἐφῆκα, [dialect] Ep.ἐφέηκα 9.38
, lon.ἐπῆκα Hdt.5.63
; in other moods [tense] aor. 2 forms were used, imper.ἔφες Il.5.174
; [dialect] Ep. subj.ἐφείω 1.567
, [ per.] 2sg. , opt.ἐφείην Il.18.124
; [dialect] Ion. inf.ἐπειναι Hdt.2.100
; part. (v.l.), etc.:—[voice] Med., [tense] pres. inf. ; part.ἐφιέμενος Od.13.7
: [tense] fut.ἐφήσομαι Il.23.82
: [tense] aor. 2 :—[voice] Pass., [tense] pf. ἐφέωται andἐφεῖται Hsch.
: [ ἐφῐημι [dialect] Ep., ἐφῑημι [dialect] Att.; yet Hom. always uses ἐφιείς, ἐφίει, ἐφῑέμενος with [pron. full] [ῑ], exc.ἐφῐει Od.24.180
]:— send to one,Πριάμῳ.. Ἶριν ἐφήσω Il.24.117
; μ' ἐφέηκε.. καλέειν sent me to call, A.R.1.712.2 in Hom., c. inf., set on, incite to do,ἠλεός, ὅς τ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ' ἀεῖσαι Od.14.464
; so ἐ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι, Il.1.518, 18.108, 124.3 of things, throw or launch at one,ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος 16.812
;ἄλλοις ἐφίει βέλεα Od.24.180
, etc.; [ἔγχος], μελίην, Il.20.346, 21.170;οἰστὸν ἐπί τινι E.Med. 632
(lyr.); ἐ. χεῖράς τινι to lay hands on him,μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Od.20.39
, cf.Il.1.567, etc.4 of events, destinies, etc., send upon one, , etc.; , cf. 21.524;μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω Od. 19.576
; νόστον.., ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε which he hath laid upon me, 9.38; soπάντ' ἐφήσω μόρον A.Eu. 502
(lyr.);τέκνοις ἀρὰς ἐ. Id.Th. 786
(lyr.).5 send against, in hostile sense,τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Hdt.5.63
;τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Id.9.49
;ἡνίοχοι ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους Hes.Sc. 307
;στρατὸν ἐς πεδία E.Heracl. 393
.6 let in, freq. of water,ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.7.130
, cf. 2.100;τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον Id.7.176
; alsoἐ. ἀκτῖνα Θήβαισι E.Ph.5
;ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία X.Cyr.1.1.2
; ἄγαν ἐφῆκας γλώσσαν did'st let loose, E. Andr. 954;ὀργήν τινι ἐ. Pl.Lg. 731d
.II let go, loosen, esp. the rein,ἐ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt. 338a
; οὐρία ἐφέντα (abs.) ibid.; πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην [τῷ ἀνέμῳ] AP10.1 (Leon.), cf.A.R.2.934.b give up, yield,τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Th.1.95
;πάντ' ἐφέντες ἡδονήν E.Fr. 564
; allow,τἆλλα τοῖς δούλοις Arist.Pol. 1264a21
.c c. inf., permit, allow,τινὶ ὀνειδίσαι Hdt.1.90
, cf.3.113;σοί γ' ἐφῆκα πᾶν λέγειν S.El. 631
; ἢν ἐφῇς μοι (sc. λέγειν) ib. 554, cf. 556, 649: c. acc. et inf.,τοὺς νεωτέρους ἐ. διώκειν X.Cyr.4.2.24
(v.l. for ἀφ-):—[voice] Pass., ἐφεθήσεταί τινι c. inf., Luc.Pr.Im.24.2 give up, leave as a prey, , cf. 495 (v.l.);τὴν ἀποσκευὴν ἐ. τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D.S.14.75
; intr. (sc. ἑαυτόν), give oneself up to,ἰσχυρῷ γέλωτι Pl.R. 388e
; [ παιδιᾷ] Id.Ti. 59c.IV as law-term, leave to another to decide, refer,δίκας ἐ. εἴς τινας D.40.31
; εἰς δικαστήριον ibid.; ἐ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον refer him to.., Id.34.21; (sc. ἑαυτόν) appeal,εἰς τοὺς δικαστάς Id.29.59
;ἐπί τινα Luc.
Bis Acc.4;εἰς ἕτερον δικαστήριον Id.Herm.30
;ἀπό τινος D.C.64.2
: abs., Id.37.27.B [voice] Med., lay one's command or behest upon, , cf. Il.23.82, 24.300; ; πρός τι τοῦτ' ἐφίεσαι; S.OT 766: c. inf.,ἐ. τινὶ ἀγγεῖλαι Id.El. 1111
, cf. Ar.V. 242; χαίρειν τἀλλ' ἐγώ σ' ἐ. I bid thec have thy will, S.Aj. 112, cf. A.Ch. 1039: abs.,ὡς ἐφίεσαι Id.Pers. 228
(troch.), cf.E.IT 1483; ἐ. ἐς Λακεδαίμονα send or ders to.., Th.4.108.II c. gen., aim at, καλῶν lsoc.2.25;ἀγαθοῦ τινος Arist.EN 1094a2
, etc.; in fighting, τῶν προσώπων, τῶν ὅψεων, Plu.Pomp.71, Caes.45.2 long for, desire, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; S.El. 143 (lyr.); τί.. ἐφίεσαι φιλοτιμίας; E.Ph. 531;τῶν ἀλλοτρίων Antipho 5.79
; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Th.1.8, 128;τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀγαθῶν Id.4.61
; : c. gen. pers., X.Mem.4.1.2: c. inf.,ὧν.. σου τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον S.Ph. 1315
;ἐ. ἄρξειν Th.6.6
codd. (leg. ἄρξαι): c. acc. et inf., S.OT 1055. -
19 κέρδος
Grammatical information: n.Meaning: `gain, profit, desire to gain, cunning, wiles' (Il.); in plur. also `good advice' (Hom.).Compounds: rarely as 1, member, e. g. κερδο-φόρος `bringing gain' (Artem.), as 2. member in αἰσχρο-κερδής `full lowly desire to gain, greedy' (IA).Derivatives: Diminutives κερδάριον, κερδύφιον (gloss.); κερδοσύνη `ruse' (Hom., Cleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss - συνη 27), κερδώ f. "the cunning", i. e. `the fox' (Ar., Babr.); Κέρδων, - ωνος PN (D., Argolis; from here Lat. cerdō `ordinary artisan'), also Κερδέων surn. of Hermes and Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος `bringing gain' surn. of Apollon (Thessal., Lyc.; after Λητῳ̃ος), also of Hermes (Plu., Luc.), also from the fox (Babr.); κερδητικός `greedy' (gloss.). - Further κερδαλέος `greedy' (Il.) and κερδαίνω, aor. κερδῆναι, - δᾶναι, - δῆσαι `gain, have profit' (Pi., IA); hardly from an old \/ n-l\/-stem (Schwyzer 484). - Compar. forms κερδίων `more profitable' (Il.), κέρδιστος `the most cunnting' (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 84.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579], PGX [probably a word of Pre-Greek origin] * kerd- `gain, clever, cunning'Etymology: The only connections outside Greek are a few Celtic words: OIr. cerd (IE. * kerdā) `art, handwork', also `aerarius, figulus, poeta', Welsh cerdd `song'. - The doubtful H.-glosse κήρτεα τὰ κέρδη does hardly allow conclusions for the morphology (cf. Schwyzer 512 n. 3). See Bq, and W.-Hofmann s. cerdō; also E. Lewy FS Dornseiff 226f. Sophie Minon conects (RPh. LXXIV (2000) 271 κορδύς πανοῦργος H., which is of course not certain (s.v.). Or do κερδύφιον, κερδώ point to a Pre-Greek word?Page in Frisk: 1,829Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρδος
-
20 Impervious
adj.V. ἄρρηκτος.Immovable: Ar. and V. ἄτεγκτος.Waterproof: B. στεγανός, V. στεγνός (Eur., Cycl.).met., use disregard.Impervious to bribery: P. κρείσσων χρημάτων, V. κερδῶν ἄθικτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impervious
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κερδῶν — Κερδώ the wily one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδῶν — κέρδος gain neut gen pl (attic epic doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (attic epic doric) κερδώ the wily one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον … Dictionary of Greek
αποθεματικό — To μέρος των καθαρών κερδών που δεν διανέμεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά. Το α. είναι τακτικό ή νόμιμο, όταν επιβάλλεται από ρητή διάταξη του νόμου, ή έκτακτο, όταν σχηματίζεται με βάση διάταξη … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek
αποθεματικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το απόθεμα, αυτός που φυλάσσεται ως απόθεμα 2. το ουδ. ως ουσ. μέρος των κερδών τα οποία δεν διανέμονται στους μετόχους των εταιρειών που χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας και όχι του μετοχικού… … Dictionary of Greek