Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰσχρο-κερδής

См. также в других словарях:

  • κακοκερδής — κακοκερδής, ές (Α) αυτός που έχει τάση για αισχρό κέρδος, αισχροκερδής]. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, αφιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • οικοκερδής — οἰκοκερδής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, για την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, φιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

  • πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκερδής — ές, ΝΑ αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος νεοελλ. πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος αρχ. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια. επίρρ... φιλοκερδώς Ν με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κερδής (<… …   Dictionary of Greek

  • μισοκερδής — μισοκερδής, ές (Α) αυτός που μισεί και απεχθάνεται το αισχρό κέρδος, τα ανέντιμα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»