-
1 αίσχρο-κερδής
αίσχρο-κερδής, ές, schmutzig gewinnsüchtig, von Her. 1, 187 an oft bei Attikern. Superl., Andoc. 4, 32. – Adv. N. T.
-
2 αἰσχροκερδής
αἰσχρο-κερδής, ές,A sordidly greedy of gain, Hdt.1.187, E.Andr. 451, And.4.32 ([comp] Sup.), cf. Pl.R. 408c, Arist.EN 1122a8, etc. Adv.- δῶς 1 Ep.Pet.5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχροκερδής
-
3 αἰσχροκερδής
-
4 αισχροκερδης
-
5 κέρδος
Grammatical information: n.Meaning: `gain, profit, desire to gain, cunning, wiles' (Il.); in plur. also `good advice' (Hom.).Compounds: rarely as 1, member, e. g. κερδο-φόρος `bringing gain' (Artem.), as 2. member in αἰσχρο-κερδής `full lowly desire to gain, greedy' (IA).Derivatives: Diminutives κερδάριον, κερδύφιον (gloss.); κερδοσύνη `ruse' (Hom., Cleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss - συνη 27), κερδώ f. "the cunning", i. e. `the fox' (Ar., Babr.); Κέρδων, - ωνος PN (D., Argolis; from here Lat. cerdō `ordinary artisan'), also Κερδέων surn. of Hermes and Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος `bringing gain' surn. of Apollon (Thessal., Lyc.; after Λητῳ̃ος), also of Hermes (Plu., Luc.), also from the fox (Babr.); κερδητικός `greedy' (gloss.). - Further κερδαλέος `greedy' (Il.) and κερδαίνω, aor. κερδῆναι, - δᾶναι, - δῆσαι `gain, have profit' (Pi., IA); hardly from an old \/ n-l\/-stem (Schwyzer 484). - Compar. forms κερδίων `more profitable' (Il.), κέρδιστος `the most cunnting' (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 84.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579], PGX [probably a word of Pre-Greek origin] * kerd- `gain, clever, cunning'Etymology: The only connections outside Greek are a few Celtic words: OIr. cerd (IE. * kerdā) `art, handwork', also `aerarius, figulus, poeta', Welsh cerdd `song'. - The doubtful H.-glosse κήρτεα τὰ κέρδη does hardly allow conclusions for the morphology (cf. Schwyzer 512 n. 3). See Bq, and W.-Hofmann s. cerdō; also E. Lewy FS Dornseiff 226f. Sophie Minon conects (RPh. LXXIV (2000) 271 κορδύς πανοῦργος H., which is of course not certain (s.v.). Or do κερδύφιον, κερδώ point to a Pre-Greek word?Page in Frisk: 1,829Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρδος
См. также в других словарях:
κακοκερδής — κακοκερδής, ές (Α) αυτός που έχει τάση για αισχρό κέρδος, αισχροκερδής]. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, αφιλο κερδής] … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
οικοκερδής — οἰκοκερδής, ές (Α) ωφέλιμος για το σπίτι, για την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχρο κερδής, φιλο κερδής] … Dictionary of Greek
πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
φιλοκερδής — ές, ΝΑ αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος νεοελλ. πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος αρχ. (το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια. επίρρ... φιλοκερδώς Ν με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κερδής (<… … Dictionary of Greek
μισοκερδής — μισοκερδής, ές (Α) αυτός που μισεί και απεχθάνεται το αισχρό κέρδος, τα ανέντιμα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κερδής (< κέρδος), πρβλ. φιλο κερδής] … Dictionary of Greek