-
1 φθονέω
A , JHS46.45 (Athens, iii/iv A.D.), AP5.303, 7.607 (Pall.), Nonn.D.3.159:—[voice] Med., [tense] fut. in pass. senseφθονήσομαι D.47.70
:—[voice] Pass., futφθονηθήσομαι X.Hier.11.15
: [tense] aor.ἐφθονήθην E.El.30
, X.Mem.4.2.33, etc.: [tense] pf. part.ἐφθονημένος J.AJ6.11.10
, Vett.Val.330.2: ([etym.] φθόνος):— bear ill-will or malice, grudge, be envious or jealous,I abs.,εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Il.4.55
,56; κρείττων δόξα τῶν φθονούντων too high for envy, D.3.24; εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον (cf.φθονερός 1.2
) Arist.Metaph. 982b32: c. acc. etinf., οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι I do not grudge that any should give thee, Od. 18.16;οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν S.Ant. 553
; ;ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἄνδρα ἕνα βασιλεῦσαι Hdt.8.109
; ἔφη (sc. ὁ Σωκράτης)φθονεῖν τοῦς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους X.Mem.3.9.8
; .2 c. dat. pers.,πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Hes.Op.26
;οὐ φ. ἀγαθοῖς Pi. P.3.71
; ;τισὶ φ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν Isoc.12.241
, cf. 8.13; freq. with part. added, φ. τινὶ εὖ πρήσσοντι to envy him for his good fortune, Hdt.7.236, 237;παιδικοῖς φ. οὐσίαν κεκτημένοις Pl.Phdr. 240a
, cf. Lys.27.11; without a Noun expressed, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φ., Isoc.1.26, Lys.21.15, etc.: c. dat. rei,φ. τοῖς ἀγαθοῖς τινος X.Cyr.2.4.10
(v.l. ἐπὶ τοῖς ἀγ., cf. Isoc. 1.26;ἐφ' οἷς ἕτεροι ποιήσαντες ἐτιμήθησαν φ. D.20.151
): c. gen. rei, ; οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθονέειν to be envious because of other men's goods Od.18.18: c. dat. pers. et gen. rei, bear a grudge against a person on account of a thing, E.HF 1309.3 resent, c. gen.,τῆς δοκήσεως τῶν κερδῶν Th.3.43
: c. dat. rei, feel righteous indignation at,ταῖς εὐπραγίαις τινῶν Isoc.8.124
; also c. dat. pers., Id.4.184, D.28.18.b φ. τινὶ folld. by ει .., or ἐάν .. take it ill or amiss that.., Hdt.3.146, X.HG2.4.29; μή μοι φθονήσητ', ει .. Ar.Ach. 496: abs., φ. ἐάν τις .. Lys.3.9; φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ .. E. Ion 1302; also φ. τινὶ ὅτι .., X.Cyr.3.1.39; φ. ὅτι .. Lys. 24.3, dub.l. in 18.16.II refuse from feelings of envy or ill-will, grudge, c. inf.,οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Od.11.381
;μὴ φθόνει κιρνάμεν Pi.I.5(4).24
;φράσαι E.Med.63
;σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ar.Th. 249
; μὴ φθονήσῃς is freq. in dialogue, do not refuse to do a thing,μὴ φ. διδάξαι Pl.R. 338a
, cf. Hp.Mi. 372e, Smp. 223a; alsoμὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι Id.Grg. 489a
; μὴ φθονήσῃς alone, Id.Prt. 320c; ;οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα Id.Ap. 33a
: c. part.,μηδέ μοι φθόνει λέγων A.Th. 480
(nisi leg. λόγων): c. acc. et inf.,τί φθονέεις.. ἀοιδὸν τέρπειν; Od.1.346
: c. dat. et inf.,τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι.. ἅψασθαι 19.348
; .2 grudge, refuse to grant a thing,φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τινα.. μαντικῆς ἔχεις ὁδόν S.OT 310
: c. dat. pers. et gen. rei,οὔ τοι ἡμιόνων φθονέω Od.6.68
; (lyr.), cf. E.Hec. 238;μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Pl.Euthd. 297b
, cf. X.Cyr.8.4.16;φ. τοῖς ἑαλωκόσι τῆς σωτηρίας Plb.6.58.5
: c. gen. rei only, to be grudging of a thing, πέπλων, καρποῦ, E.HF 333, Pl.Mx. 238a; μηδ' ὀλίγης φθονέσῃς γαίης JHS l. c.III [voice] Pass., to be envied or begrudged, Hdt.3.52, S.Fr. 188, E.El.30;διὰ σοφίαν φ. ὑπό τινος X.Mem.4.2.33
;ἐπ' ἐσθλοῖς E.Fr. 814
(lyr.);φθονηθέντα ὑπὸ Μοίρης JRS18.30
([place name] Phrygia): c. gen., to be grudged a thing,φ. τοῦ γάμου ὑπὸ δαιμονίου τινός Plu.2.772b
. -
2 φθόνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθόνησις
-
3 φθονητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθονητέον
-
4 φθονητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθονητικός
-
5 ἔρχομαι
ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -οντ(αι); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -ε(ν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -ε(ν), - ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)1 go, come1 of people.a c.ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. O. 6.28ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.43
εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ O. 6.67
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί O. 13.60
μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) O. 14.21 [ ἀνδράσι ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) P. 1.34]φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν P. 1.52
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4.ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“ ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” P. 4.30 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” P. 4.44καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.125
“ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον P. 4.172
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.204
ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.212
ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει N. 5.45
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pae. 6.9
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω Pae. 6.100
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.24
b c. dat.ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.44
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν N. 4.22
ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52κοί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.52
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.48
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.53 c. acc. cogn.,ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41
d met. σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ walking in the path of justice P. 5.14 μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων i. e. go out of tune, be discordant N. 7.692 of things,a c. dat. pers.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος O. 3.39
ἦλθε δέ οἱμάντευμα P. 4.73
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
b c. prep.ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες P. 4.198
χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.10
μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδεςπολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.4 fragg.ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ Pae. 15.9
]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3.. ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8. -
6 φθόνος
φθόνος, ου, ὁ (Pind., Hdt. et al.; Demosth. 20, 165 opp. of φιλανθρωπία; Ael. Aristid. 29, 5 K.=40 p. 752 D.: φθ. as ἔσχατον τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων; pap; ins freq. associated with ‘evil eye’ [s. Elliott s.v. βασκαίνω 1], reff. SEG XLI, 1526; LXX, pseudep.; Philo; Jos., Vi. 80; 122; Just.; Tat. 32, 3) envy, jealousy, w. ζῆλος (1 Macc 8:16; TestSim 4:5) 1 Cl 3:2; 4:7; 5:2. διὰ ζῆλος Δαυὶδ φθόνον ἔσχεν … ὑπὸ Σαοὺλ Saul envied David out of jealousy. W. κακία (TestBenj 8:1) Tit 3:3. In catalogues of vices (in some of which κακία also occurs; s. also Herm. Wr. 13, 7) Ro 1:29 (μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος. The wordplay φθόν. φόν. as Eur., Tro. 766ff); 1 Ti 6:4 (w. ἔρις); φθόνοι Gal 5:21 (v.l. + φόνοι); 1 Pt 2:1. διὰ φθόνον out of envy (Anaximenes [IV B.C.]: 72 Fgm. 33 Jac.; Philo, Mos. 1, 2; Jos., Vi. 204 ἐπιγνοὺς διὰ φθόνον ἀναιρεθῆναί με προστάξαι, C. Ap. 1, 222) Mt 27:18; Mk 15:10; Phil 1:15 (w. ἔρις). On the difficult and perh. textually damaged pass. πρὸς φθόνον (Demosth. 20, 165) ἐπιποθεῖ τὸ πνεῦμα Js 4:5 s. ἐπιποθέω; πρός 3f, and also FSpitta, Der Brief des Jk (=Zur Gesch. und Lit. des Urchristentums II) 1896, 118ff; PCorssen, GGA 1893, 596f; OKirn, StKr 77, 1904, 127ff; 593ff; CBruston, RTQR 11, 1907, 368–77; JFindlay, ET 37, 1926, 381f; AMeyer, D. Rätsel des Jk 1930, 258f; LJohnson, NovT 25, ’83, 327–47 (Js 3:13–4:10; Gr-Rom. lit.)—B. 1139. DELG. M-M. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
Conjugaisons Du Grec Ancien (Tableaux) — Sont présentés, de manière synthétique, les tableaux de conjugaisons des verbes en grec ancien. Pour une approche théorique et comparatiste (ainsi qu une bibliographie), consulter l article Conjugaisons du grec ancien. Sommaire 1 Conventions 2… … Wikipédia en Français
Conjugaisons du grec ancien (tableaux) — Article principal : Conjugaisons du grec ancien. Sont présentés, de manière synthétique, les tableaux de conjugaisons des verbes en grec ancien. Pour une approche théorique et comparatiste (ainsi qu une bibliographie), consulter l article… … Wikipédia en Français
θραψερός — και θρεψερός, ή, ό 1. ευτραφής, καλοθρεμμένος 2. εύχυμος, χυμώδης, ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. θρεψ ερός < θ. θρεψ (πρβλ. μέλλ. θρέψ ω και τρέφω, θρέψ η) + κατάλ. ερός (πρβλ. φεγγ ερός, φθον ερός). Ο τ. θραψ ερός με προληπτική ανομοιωτική τροπή του ε… … Dictionary of Greek
νοσερός — νοσερός, ά, όν (ΑΜ) (για πρόσ.) άρρωστος, ασθενής αρχ. (για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την υγεία, νοσηρός. επίρρ... νοσερῶς (Α) με νοσηρό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ερός (πρβλ. μογ ερός, φθον… … Dictionary of Greek
νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… … Dictionary of Greek
παγερός — ή, ὁ (ΑΜ παγερός, ά, όν) ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης νεοελλ. 1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία») 2. συνεκδ. απρόθυμος,… … Dictionary of Greek
φαρμακερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που περιέχει φαρμάκι («έχει νερά φαρμακερά», Ερωτόκρ.) 2. ιοβόλος, δηλητηριώδης 3. μτφ. α) (για πράγμ.) αυτός που προξενεί ψυχικό πόνο, ο ιδιαίτερα πικρός ή δηκτικός («φαρμακερά λόγια») β) (για το κρύο) δριμύς, διαπεραστικός γ)… … Dictionary of Greek
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek