-
1 Κραταί'
-
2 Κραταῖ'
-
3 κραταί'
κραταιά̱, κραταιάfem nom /voc /acc dualκραταιά̱, κραταιάfem nom /voc sg (attic doric aeolic)κραταιαί, κραταιάfem nom /voc plκραταιί, κραταιίςmighty weight: fem voc sgκραταιά, κραταιόςstrong: neut nom /voc /acc plκραταιά̱, κραταιόςstrong: fem nom /voc /acc dualκραταιά̱, κραταιόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κραταιέ, κραταιόςstrong: masc voc sgκραταιαί, κραταιόςstrong: fem nom /voc pl -
4 κραταῖ'
κραταιά̱, κραταιάfem nom /voc /acc dualκραταιά̱, κραταιάfem nom /voc sg (attic doric aeolic)κραταιαί, κραταιάfem nom /voc plκραταιί, κραταιίςmighty weight: fem voc sgκραταιά, κραταιόςstrong: neut nom /voc /acc plκραταιά̱, κραταιόςstrong: fem nom /voc /acc dualκραταιά̱, κραταιόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κραταιέ, κραταιόςstrong: masc voc sgκραταιαί, κραταιόςstrong: fem nom /voc pl -
5 Κράται
Κράτηςmasc nom /voc plΚράτᾱͅ, Κράτηςmasc dat sg (doric aeolic) -
6 κραταιβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιβάτης
-
7 κραταίγονος
κρᾰταί-γονος, ἡ,A = κραταιόγονον, Thphr.HP9.18.5 (prob.l.):— also [suff] κρᾰταί-γονον, τό, Ps.-Dsc.3.124, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίγονος
-
8 κραταιίς
κρᾰται-ίς, ἡ, ([etym.] κρατύς) of the stone of Sisyphus, ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς when it was just about to surmount the top, then didA mighty weight turn it back, dub. in Od.11.597 (taken as Adv., violently, by Aristarch.; as κράται' ἴς (where κράταια may be an old fem. of κρατύς like * πλάταια (cf. Skt. pṛthivī), pl. Πλαταιαί, fem. of πλατύς) by Ptol.Asc. ap. Hdn.Gr.2.153).II (proparox.) as pr.n., the Mighty one, name of the mother of Scylla, Od.12.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιίς
-
9 κραταίβιος
κρᾰταί-βῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίβιος
-
10 κραταίβολος
κρᾰταί-βολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίβολος
-
11 κράταιγος
κρᾰται-γος, ὁ,A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράταιγος
-
12 κραταιγύαλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιγύαλος
-
13 κραταιγών
A = κράταιγος, Thphr.HP3.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιγών
-
14 κραταιλέως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιλέως
-
15 κραταιόγονον
κρᾰται-όγονον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιόγονον
-
16 κραταιός
A strong, mighty,μοῖρα κραταιή Il.16.334
, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion,κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119
;ἔγχος Pi.P.6.34
; κ. ἔπος word of power, ib.2.81;σθένος κ. A.Pr. 428
(lyr.);κ. μετὰ χερσίν S.Ph. 1110
(lyr.);κραταιᾶς χειρός E. HF 964
;κραταιῷ.. βραχίονι Trag.Adesp.416
;ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4
(hex.);χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324
(Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.;κ. ἀγών Plb.2.69.8
;τόξα κ. Plu.Crass.24
;ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28
: [comp] Comp., Ph.1.14: [comp] Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings,ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563
; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr. 351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy. 465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, PMag. Leid.V.7.8
; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιός
-
17 κραταίπεδος
κρᾰταί-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπεδος
-
18 κραταίπιλος
κρᾰταί-πῑλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπιλος
-
19 κραταίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίπους
-
20 κραταίρινος
κρᾰταί-ρῑνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίρινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κραταῖ' — Κραταιί , Κραταιίς mighty weight fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταῖ' — κραταιά̱ , κραταιά fem nom/voc/acc dual κραταιά̱ , κραταιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κραταιαί , κραταιά fem nom/voc pl κραταιί , κραταιίς mighty weight fem voc sg κραταιά , κραταιός strong neut nom/voc/acc pl κραταιά̱ , κραταιός strong… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράται — Κράτης masc nom/voc pl Κράτᾱͅ , Κράτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
Crataeis — In Greek mythology, Crataeis (Κραται ίς, ίδος) was a nymph. According to Homer s Odyssey, Circe tells Odysseus that Crataeis is the mother and father of Scylla, the sea monster … Wikipedia
κραταίβιος — κραταίβιος, ον (Α) ο ισχυρός με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βιος (< βία), πρβλ. πολύ βιος, υπέρ βιος] … Dictionary of Greek
κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] … Dictionary of Greek
κραταίλεως — κραταίλεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + λεως (< λᾶας «λίθος»)] … Dictionary of Greek
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κραταίπιλος — κραταίπιλος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πῖλος «καπέλο»] … Dictionary of Greek