-
1 κραταίγονον
κραταίγονονneut nom /voc /acc sgκραταίγονοςfem acc sg -
2 κραταιόγονον
κρᾰται-όγονον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιόγονον
См. также в других словарях:
κραταίγονον — neut nom/voc/acc sg κραταίγονος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταίγονος — κραταίγονος, ἡ, και κραταίγονον, τὸ (Α) το κραταιόγονον* … Dictionary of Greek