Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Αἰγύπτιοι

См. также в других словарях:

  • Αἰγύπτιοι — Αἰγύπτιος in Egyptian style masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παστοφόροι — Αιγύπτιοι ιερείς οι οποίοι, στις πομπές, κρατούσαν τους παστούς, τα αγάλματα, δηλαδή, ή τα ξόανα των διαφόρων θεοτήτων. Ανήκαν σε μια τάξη της θρησκευτικής ιεραρχίας και κατοικούσαν στο παστοφόριο, ένα ανεξάρτητο οίκημα δίπλα στον ναό, που το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • AEGYPTUS — I. AEGYPTUS Ciceronis libertus, l. 16. ep. 15. Ad Tyronem. II. AEGYPTUS Rex Aethiopum, a S. Matthaeo, ut horum traditio haber, ad Christi fidem conversus. Marmol. l. 10. c. 13. III. AEGYPTUS a quo Aegypto regioni nomen secundum quosdam, Beli fil …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AVASES — Αὐάσεις Graecis; Ita Aegyptii vocant habitationes, quae sunt in medio deserto, voce compositâ ex si, i e. desertum, et havva, quod est habitatio. Unde plural. Gap desc: Hebrew Numer. c. 32. v. 41. Arabice Gap desc: Hebrew est ambire, et Gap desc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • μπαμπουίνος — (papio cynocefalus). Πίθηκος της ομάδας των κυνοκέφαλων που ζει στην Αίγυπτο και σε μεγάλο τμήμα της κεντρικής και ανατολικής Αφρικής. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τον θεωρούσαν ιερό ζώο. Το ρύγχος του μ., όπως και όλων των κυνοκέφαλων πιθήκων, μοιάζει… …   Dictionary of Greek

  • πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»