-
1 παρακαθίετο
παρακαθίημιlet down beside: imperf ind mp 3rd sgπαρακαθί̱ετο, παρακαθίημιlet down beside: imperf ind mp 3rd sg -
2 παρακαθίημι
A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers.., Arist.HA 622b14; let drop or sink by the side,τὰς χεῖρας Plu.Nic.9
;δακτύλιον Id.2.63e
: abs., send out side-roots, Thphr.HP8.2.3:—[voice] Med., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαθίημι
-
3 πηδάλιον
A steering-paddle, rudder, Hom., only in Od.;π. μετὰ χερσὶ.. νηὸς ἔχοντα 3.281
;π. ποιήσατο, ὄφρ' ἰθύνοι 5.255
; πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος ib. 270 ; π. δὲ ἐκ χειρῶν προέηκε ib. 315 ; π. δὲ ἓν ποιεῦνται (sc. Αἰγύπτιοι)καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Hdt.2.96
; Greek ships had a pair, hence in pl., of a single ship, Id.4.110, Cratin.139, Ar.Eq. 542, Diph.43.11; πηδάλια ζεύγλαισι (cross-bars)παρακαθίετο E.Hel. 1536
; ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν π. Act.Ap.27.40; πηδάλια εἶχε τέτταρα τριακονταπήχη, of the τεσσαρακοντήρης of Ptolemy IV, Callix.1 : metaph. in Com., [γυνὴ].. οὐδὲ μικρὸν πείθεται ἑνὶ πηδαλίῳ Theophil.6
: prov., π. κρεμάσαι to retire from a seafaring life, Ar.Av. 711.2 metaph., ἱππικὰ π., of reins, A.Th. 206(lyr.);νώμα δικαίῳ π. στρατόν Pi.P.1.86
;τὰ π. τῆς διανοίας Pl.Clit. 408b
.II in pl., of the oars by which the nautilus is said to steer himself, Arist.HA 622b13 ; of the long hind legs of the locust and grasshopper, ib. 532a29, 535b12, cf. IA 710a3.III = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηδάλιον
-
4 ζευκτηρία
ζευκτηρία, ας, ἡ (s. ζεύγνυμι) someth. used to link things (usually two) together, bands, the ropes that tied the rudders (the nautical t.t. is ‘pendant’ or ‘pennant’ [s. OED s.v. ‘pennant’]: LCasson, Ships, etc. in the Ancient World ’71, 228) Ac 27:40 (the adj. ζευκτήριος since Aeschyl., Pers. 736. The subst. neut. = ‘yoke’ in sg. in Aeschyl., Ag. 515; PHerm 95, 18, in pl. τὰ ζευκτήρια. PLond III, 1177, 167 [113 A.D.] p. 185 σχοινίων καὶ ζευκτηρίων; POxy 934, 5; PFlor 16, 26 al. in pap; for the procedure cp. Eur., Hel. 1552 πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, Breusing 102–3).—DELG s.v. ζεύγνυμι I.
См. также в других словарях:
παρακαθίετο — παρακαθίημι let down beside imperf ind mp 3rd sg παρακαθί̱ετο , παρακαθίημι let down beside imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek